2 Δεκ 2008

Για την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη




Ο Παντελής Μπουκάλας σχολιάζει παρακάτω τη μελέτη του Γ.Κουβαρά για τον Τάσο Λειβαδίτη.
Μερικές από τις ποιητικές συλλογές του Λειβαδίτη είναι:
Καντάτα(1960),Βιολί για μονόχειρα(1976), Εγχειρίδιο Ευθανασίας(1979),Βιολέτες για μια εποχή(1985).
"Α ζωή! Ένα ξένο καπέλο φορεμένο βιαστικά μέσα στον πανικό του βομβαρδισμού."

Για την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη
"Περιδιάβαση στο έργο του από τον ποιητή και φιλόλογο Γιάννη Κουβαρά με τη συσσωρευτική και συνειρμική γραφή του"
Του Παντελή Μπουκάλα

Η καλή ποίηση ποντάρει πάντοτε σε έναν δεύτερο χρόνο. Το στοίχημά της δεν παίζεται ποτέ εφάπαξ, όπως ξέρουμε και από την ιστορία των γραμμάτων, όπου δεν είναι λίγα τα περιστατικά επανανακάλυψης ή αργοπορημένης αναγνώρισης. Ξέρουμε, επί παραδείγματι, πως αν ο Κωστής Παλαμάς, στη δεκαετία του 1880, δεν «ηγόραζε εκ τινος παρά την Αγίαν Ειρήνην παλαιοπώλου δύο τομίδια ελληνικών ποιημάτων», το ένα με τον «Οδοιπόρο» του Παναγιώτη Σούτσου και το άλλο «άγνωστον αγνώστου εις αυτόν ποιητού», το οποίο και τον «είλκυσε» και τον «εξέπληξε», ίσως η αναντικατάστατη και ανάδελφη φωνή του Ανδρέα Κάλβου δεν θα αποκτούσε τη δεύτερη ευκαιρία της. Ξέρουμε επίσης ότι κάθε άλλο παρά καταδικαστικό για τη μοίρα του λόγου του ήταν το γεγονός ότι ο Γιώργος Σεφέρης τύπωσε το «Μυθιστόρημά» του το 1935 σε μόλις 150 αντίτυπα, ότι ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν εξέδιδε καν τα ποιήματά του υπό μορφή τυπικού βιβλίου ή ότι η «Άγονος γραμμή» του Άρη Αλεξάνδρου είχε πουλήσει μόνο έξι αντίτυπα στην πρώτη της έκδοση, το 1952, και η «Ευθύτης οδών» μόλις εννιά.
Ο «έπαινος του δήμου», αριθμητικά ή λογιστικά αποτυπωμένος σε πωλήσεις και ποσοστά, δεν είναι πάντοτε ασφαλές κριτήριο. Είναι πάντως ένας καλός δείκτης όταν παίρνει τη μορφή της εγκάρδιας υποδοχής από την κοινή, συλλογική φωνή των στίχων ενός ποιητή που πια, τραγουδισμένοι και περνώντας από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά, κερδίζουν τη μάχη τους με τον χρόνο. Αυτό έγινε στην περίπτωση του Τάσου Λειβαδίτη, και μάλιστα με έναν τρόπο που απέδωσε στα τραγουδισμένα ποιήματά του έναν ανώνυμο χαρακτήρα, παρά τη λογιοσύνη τους.
..........

Το δεύτερο στοίχημα
Αλλά η ποίηση του Λειβαδίτη, ήδη αναγνωρισμένη στον καιρό της, δεν κέρδισε το δεύτερο στοίχημά της μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο. Μπορεί η ποίηση να μετράει τις γενιές της ήττας τη μια πάνω στην άλλη, η ίδια όμως δεν ηττάται, εκτός και αν θεωρήσουμε τεκμήριο συντριβής της τις πωλήσεις, για τη σχετική αξία των οποίων ωστόσο μιλήσαμε λίγο πριν. Στα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, λοιπόν, έχουν πληθύνει οι ανατυπώσεις έργων του, οι μελέτες και οι διδακτορικές διατριβές, οι ανθολογήσεις, οι κριτικές προσεγγίσεις και αναψηλαφήσεις, οι αφιερωματικές εκδηλώσεις. Στόχος, η εκ νέου υπόδειξη και ανάδειξη μιας φωνής που καλλιέργησε και πιστοποίησε την ιδιοτυπία της μολονότι είχε να συγκριθεί στον καιρό της «στράτευσης» με τον δεσπόζοντα όγκο του Γιάννη Ρίτσου, ενώ στον καιρό της στάχτης και του κριτικού αναστοχασμού (όταν πια στο ερώτημα «Κι εγώ ποιος ήμουν;» είχε παγιωθεί η απάντηση «ένας πρίγκιπας του τίποτα, ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα», απάντηση που ανακοινώθηκε με τα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου», τη συλλογή που εκδόθηκε μεταθανάτια, το 1990) είχε να μετρηθεί με τον καίριο τρόπο του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Άρη Αλεξάνδρου.
..........
Ένας από τους τακτικότερους επισκέπτες της ποίησης του Λειβαδίτη είναι ο Γιάννης Κουβαράς, ποιητής, κριτικός, κυρίως δε δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση.
..................


...Με το έργο του Λειβαδίτη ο Κουβαράς έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών, όπως καταδεικνύει και η συναγωγή των κειμένων που φιλοξενούνται στον τόμο «Στην ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου - Περιδιαβάσεις στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη». Περιέχονται περί τα δεκαπέντε κείμενα, με τα παλαιότερα δημοσιευμένα τα 1991, τα οποία έχουν φιλοξενηθεί (πλην δύο) από διάφορες εφημερίδες και περιοδικά («Η Αυγή», «Η Καθημερινή», «Ο Πολίτης», «Διαβάζω», «Η λέξη» κ. ά.). Με όλη την άνιση έκτασή τους ή τον ενίοτε περιοριστικά επικαιρικό χαρακτήρα τους, παρακολουθούν και σκιαγραφούν τον Λειβαδίτη ως πολίτη, ποιητή, στιχουργό, κριτικό, αναδεικνύοντας τις καμπές της δημιουργίας του και τη συνάρτησή τους με τους σταθμούς του ταραγμένου προσωπικού του βίου, οι οποίοι με τη σειρά τους συναρτώνται με την κοινωνικοπολιτική μοίρα του τόπου και την ιδεολογική περιπέτεια της Αριστεράς.
Η δεδομένη φιλολογική παιδεία του Γιάννη Κουβαρά δεν ψυχραίνει τον λόγο του. Το γράψιμό του παραμένει θερμό, με σαφή την ποιητική του καταγωγή και εκδίπλωση, όπως υποδηλώνεται τόσο από επιγραμματικές διατυπώσεις, λ. χ. «κάθε ποίημα είναι κατά βάθος ένα επιτύμβιο, ακόμη και το πιο αισιόδοξο», όσο και από την έφεση του κριτικού στα παιχνίδια και τα σχήματα του λόγου, με χαρακτηριστικότερο εδώ το «μέρος/έρως/μόρα/μόρος», με το οποίο σαν μικρό φανό προσεγγίζει την περίφημη πίστη του Λειβαδίτη πως «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Συσσωρευτική και συνειρμική παρά αποδεικτική η γραφή του συγγραφέα, χάρη και στην καλή του μνήμη και την ευρετική επιμονή του, που του επιτρέπει συγκρίσεις και συσχετισμούς, αναπτύσσει έναν διαρκή διάλογο με την ποίηση του Λειβαδίτη, κομίζοντας καλούς καρπούς για τον αναγνώστη και ανοίγοντάς του την όρεξη. Στις «Περιδιαβάσεις» του Γιάννη Κουβαρά ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίζεται ενιαίος, να ακεραιώνεται ακριβώς μέσα από τους θεωρούμενους διχασμούς του. Και η ανάδειξή του αυτή αποτελεί σπουδαία όσο και σεμνή υπηρεσία στο έργο του.

(Ολόκληρο το άρθρο στην Καθημερινή,2/12/2008)



Δεν υπάρχουν σχόλια: