23 Φεβ 2024

"Να βρέχει θέλω όταν."Ένα αφιέρωμα στην Κική Δημουλά

 

Ένα μικρό αφιέρωμα με αφορμή τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων από τον θάνατο της αγαπημένης ποιήτριας.Στις Επισημάνσεις θα βρείτε αρκετές  αναρτήσεις  για την Κική Δημουλά μιας και έχουμε ιδιαίτερη αδυναμία στην ποίησή της.Ωστόσο,πάντα είναι λίγα όσα κι αν πούμε γι΄αυτήν.Και,όχι "δεν είναι λυπημένη", αφού το ξέρει πως την διαβάζουμε. 

 Βιογραφικό:

Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος επί είκοσι πέντε χρόνια, το διάστημα 1949-1974. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1952 με την ποιητική συλλογή "Ποιήματα" που μετά από λίγο απέσυρε η ίδια από την κυκλοφορία. Παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά, το 1954, και απέκτησε μαζί του δύο παιδιά. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές ("Έρεβος", 1956, "Ερήμην", 1958, "Επί τα ίχνη", 1963, "Το λίγο του κόσμου", 1971, "Το τελευταίο σώμα μου", 1981, "Χαίρε ποτέ", 1988, "Η εφηβεία της λήθης", 1994, "Ενός λεπτού μαζί", 1998, "Ήχος απομακρύνσεων", 2001, "Χλόη θερμοκηπίου", 2005, "Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως", 2007, "Συνάντηση", 2007, "Πέρασα", 2010, "Τα εύρετρα", 2010). Οι επτά πρώτες συλλογές συγκεντρώνονται στην έκδοση "Ποιήματα" (1998, 6η έκδοση 2005). Μέρος του έργου της έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και σουηδικά.
Βραβεία - Διακρίσεις:
- 1972, Β΄ κρατικό Βραβείο Ποίησης, για τη συλλογή: "Το λίγο του κόσμου".
- 1989, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για τη συλλογή "Χαίρε ποτέ".
- 1995, Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών), για τη συλλογή: "Η εφηβεία της λήθης".
- 2001, Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της.
- 2002, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
- 2009, Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (
Prix Europeen de Litterature - Rencontres Europeennes de Litterature, Στρασβούργο)
- 2010, Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.

Με την ευκαιρία της εκλογής της στην Ακαδημία Αθηνών -η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας-, η ποιήτρια είπε σε συνέντευξή της στην Όλγα Μπακομάρου ("Ελευθεροτυπία", 16.3.2002): "Έβαλα (υποψηφιότητα), πρώτον βέβαια, για λόγους που δεν ομολογούνται. Και μετά: ίσως για να ικανοποιήσω μια καθυστερημένη φιλομάθεια. Ίσως για να βρω μια ειρηνικότερη και επομένως ασφαλέστερη στέγη για το μετέωρο και ευάλωτο είδος του λόγου που υπηρετώ. Ίσως ακόμα με την ελπίδα ότι αυτό το είδος αποδειχτεί ευρύτερα και σταθερότερα χρήσιμο από όσο ασταθώς χρησιμεύει σε μένα. Ενδεχομένως να νοστάλγησα και την πειθαρχία. Να νοστάλγησα την περικοπή του ελεύθερου χρόνου, που σε μένα τουλάχιστον προσφέρει αρκετήν αταξία. [...]"
Έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου 2020, σε ηλικία 89 ετών.

Πηγή: biblionet.gr

 ****

 

ΑΛΛΗΛΩΝ ΤΑ ΒΑΡΗ


Να βρέχει θέλω όταν.
Όχι δυνατά.
Μίζερα να βρέχει, αποτυχημένα
όχι παραπάνω από σταγόνες

σαν εκείνες που συμπαραστάθηκαν
σε κάθε λιγοστό σημείο της ζωής μου

σταγόνες θέλω να μεταφέρουν
στον ώμο τους με ευλάβεια
όλων μαζί των μεγάλων θλίψεων
τη μικροσκοπική σωρό

αντί λουλούδια άγριες σταγόνες του αγρού
θέλω να με οδηγούν προφυλαγμένη
απ'
  τις θανατηφόρες λακκούβες
της μακαρίας οδού

όπως προφύλαξα κι εγώ τη μικρότητά τους
μην πνιγεί
σε μεγάλο ονείρων κατακλυσμό

μία σταγόνα, η τελευταία όμως, θέλω να μου δώσει
τον δίδυμό της ασπασμό.

Από τη συλλογή "Τα εύρετρα",Ίκαρος,2010

 

Τα πάθη της βροχής


Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα να’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Από τη συλλογή "Το λίγο του κόσμου"(1971)

 

Απροσδοκίες


Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.
Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.
Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιο μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.
Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.
...........
Με ρωτάει ο καιρός
από πού θέλω να περάσει
πού ακριβώς τονίζομαι
στο γέρνω ή στο γερνώ.
Αστειότητες.
Κανένα τέλος δεν γνωρίζει ορθογραφία.
.......
Από τη συλλογή "Χαίρε ποτέ" (1988)

*******
Αντίγραφο Χειμώνα

Χειμώνας.
Ο δριμύς ετούτος αφορισμός
φαίνεται να πλήττει
την παρούσα φωτογραφία

σα να κρυώνω
αν και δείχνω ζεστά ντυμένη
με το χειμωνιάτικο παλτό μου
.........
Από τη συλλογή "Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως"(2007)
*******

 

Πέρασα

Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.

Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από΄κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από΄δω, έχασα κι από΄κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ΄λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

"Το λίγο του Κόσμου",1971

 

 


ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ

Τα ξεφύλλιζες,κοντοστεκόσουν κάθε τόσο
διάβαζες τάχα κάτι σε διαπερνούσε
αδιάβαστες κρυφογελούσαν οι σελίδες

μετά τα ζύγιασες όλα στη χούφτα σου
σα να ήταν κέρματα
χοντρικά τα εξετίμησες
ουκ ολίγα είπες
έκπληκτος πώς τ΄ απέκτησες με ρωτάς.

Υποκριτή, γραμμή δε διάβασες
αλλιώς θα το΄ βλεπες
το γράφω εδώ μέσα πρώτο πρώτο

τα εύρετρα είναι
εσύ μου τα έδωσες
επειδή σε βρήκα

σε μέτρησα και ήσουνα πολλά
ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς
το άφησα να είσαι κι απ΄τα δύο
δε σου αφαίρεσα ούτε μία
απ΄ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες
ούτε μισή απ΄τις πολύτιμες ασκήμιες σου
κόσμε.

Τα Εύρετρα,2010

 ****


 

 

Μυγδαλιάς Απόκριες


Χαρά Θεού στο πάρκο

ωραίες Αλκυονίδες μέρες

ντυμένες πρωινό με παραδοσιακή

στολή εκτύφλωσης μοιράζουν δωρεάν

παιδάκια μπαλόνια παγκάκια

μάσκες Αρλεκίνου ευδιαθεσίας

αεράκι καλεί σε χορό σερμπαντίνες

περιστέρια λουστράκια γυαλίζουν

με χαρτοπόλεμο τα σκονισμένα ράμφη

κουλούρια ντυμένα πειρατές με ένα μάτι

τενεκεδένια φτερά πεταλούδας επάνω

σε αναπηρικό παιγνίδι με ρόδες που

το τσουλάει εφήμερος κρότος ντυμένος

παιδάκια η μικρότερη εγγονή μου χανουμάκι

Δούρειος ίππος τα πιο μεγάλα άλλα μου

μπαλόνια καρφίτσες ντυμένες ρολόγια

σκάνε τσαφ εκκωφαντικά μπαλόνια

παιδάκια κλάματα ατάραχα ατάραχα

απόμερα παγκάκια που λιάζονται

καθήμενα απλανώς επί γερόντων.

Από τη συλλογή "Ήχος Απομακρύνσεων"

****


 

Είπαν με αφορμή το θάνατο της μεγάλης ποιήτριας:

Τους ποιητές πρώτης γραμμής, όταν αφήνουν τον μάταιο αυτόν κόσμο, ένας τρόπος υπάρχει να τους τιμούμε: διαβάζοντάς τους. Και η Δημουλά θα διαβάζεται, γιατί ήταν μια ποιήτρια που ερχόταν από το μέλλον. Δεν έχω άλλον τρόπο να την αποχαιρετήσω παρά μόνο με τα δικά της λόγια: τους καταληκτικούς τρεις στίχους του συγκλονιστικού ποιήματος Σαν να διάλεξες

από τη συλλογή της Η εφηβεία της λήθης (1994): «Το πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια./ Για εξοικείωση./ Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια». Μόνο που η Κική έφυγε με ανοιχτά τα άλλα μάτια: της ψυχής.

Αν.Βιστωνίτης,Βήμα 22/2/2020

Το μήνυμα των εκδόσεων Ίκαρος για το θάνατό της

 «Με βαθιά θλίψη οι εκδόσεις Ίκαρος αποχαιρετούν την Κική Δημουλά.

Η συνεργασία της Κικής Δημουλά με τον Ίκαρο ξεκίνησε το 1998. Η μεταξύ μας συμφωνία είχε από την πλευρά της έναν όρο: να εκδώσουμε και τα ποιήματα του Άθω Δημουλα. «Δεν μπορείτε να με καλέσετε σπίτι σας χωρίς τον άνδρα μου», είχε πει.

Τον Σεπτέμβριο εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή στον Ίκαρο, με τον τίτλο «Ενός λεπτού μαζί» και αμέσως μετά το σύνολο των ποιητικών συλλογών που είχε εκδώσει μέχρι τότε σε έναν τόμο.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, εκδόθηκαν άλλες έξι συλλογές, ένας τόμος με τα πεζά κείμενα που είχε γράψει νεότερη, οι ομιλίες της και η εκτενής ανθολογία ποιημάτων σε εικονογράφηση του Γιάννη Ψυχοπαίδη.

Κάθε νέο βιβλίο ερχόταν πάντα μέσα σε ένα ντοσιέ. Τα πρώτα χρόνια τα ποιήματα γραμμένα στη γραφομηχανή, και μετέπειτα στον υπολογιστή. «Γυρίζω από τον Πλάτανο με ντοσιέ» έλεγε, και ξέραμε. Ακολουθούσε μια υπέροχη διαδικασία. Ήξερε πάντα ποιά ποιήματα ήταν πιο δυνατά, αλλά ήθελε και τη δική μας γνώμη. Με συνοδεία τυρόπιτες από την Στοά, ή σοκολάτες από το Αριστοκρατικόν και αμέτρητα, αμέτρητα τσιγάρα, κουβεντιάζαμε κάθε στίχο στο πατάρι του Ίκαρου. Ύστερα περνούσανε στα χέρια της Γεωργίας Παπαγεωργίου, που επιμελήθηκε όλα της τα βιβλία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια της επιμέλειας ερχόντουσαν νέα ποιήματα και έμπαιναν στη συλλογή. Σαν όλη αυτή η διαδικασία να μην την άφηνε να ησυχάσει, και να γεννιόντουσαν διαρκώς νέοι στίχοι. Η έκδοση κάθε βιβλίου είχε στοιχεία μαγείας.

Η Κική Δημουλά μας τίμησε με την εμπιστοσύνη της με έναν τρόπο μεγαλειώδη και γενναιόδωρο. Με τον καιρό η σχέση μας έπαψε να είναι η σχέση εκδότη- δημιουργού και μεταλλάχθηκε σε μια βαθιά φιλία. Ήξερε λεπτομέρειες από την προσωπική μας ζωή, μας μιλούσε κι εκείνη ανοιχτά για τις χαρές και τις αγωνίες της, μοιραζόμασταν μυστικά. Με μεγάλη αγάπη. Για χρόνια προσπαθούσε να μας πείσει να της μιλάμε στον ενικό. Αλλά το «κυρία Δημουλά μας» είχε μέσα τόση τρυφερότητα όσο σεβασμό είχε και η σχέση.

Αντίο κυρία Δημουλά μας. Αφήνετε δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένεια του Ίκαρου».