Παραμένοντας στο συμπόσιο για τα συγκρουσιακά θέματα
στη διδασκαλία της Ιστορίας και στις εισηγήσεις που κατατέθηκαν σ΄αυτό,δημοσιεύουμε στη σημερινή μας ανάρτηση την εισαγωγική ομιλία του Παύλου Παύλου.Ο Π.Παύλου είναι Φιλόλογος,συγγραφέας,ερευνητής.
Παύλος Παύλου
Ούτε φρονηματισμός, ούτε παροξυσμός – Για μια Ιστορία
που "διδάσκεται" από τα συγκρουσιακά θέματα
Εισαγωγική ομιλία στην ημερίδα «Τα επίμαχα και τραυματικά
Θέματα στη διδασκαλία της Ιστορίας» – 27. 11. 2010 Chateau Status,Λευκωσία
Οι ιστορικοί συνήθως τρομάζουν με τις προοπτικές της επιστήμης τους, όταν αναλογίζονται την ιστορία της: Αναδύθηκε ως αυτόνομος επιστημονικός κλάδος το 19ο αιώνα "υπηρετώντας" τις λογικές και τις ανάγκες της ιδεολογίας του έθνους-κράτους. Άρα, η σημερινή αμφισβήτηση της ιδεολογικής μήτρας, κάνει μοιραία όλο και πιο κρίσιμες τις μετανεωτερικές επιστημολογικές ρήξεις γύρω από το βαθμό συνοχής της ιστορικής επιστήμης.
Η κριτική βέβαια πολλών μετανεωτεριστών πως η ιστοριογραφία είναι μια απλή κατασκευή, ένα είδος λογοτεχνικής δημιουργίας και όχι αναπαράσταση του παρελθόντος, φαντάζει ακραία και υπερβολική. Φαντάζει όμως λιγότερο εξωφρενική, αν προσμετρήσουμε τις παρενέργειες του φρονηματιστικού προτάγματος στη διαδρομή της. Το ζήτημα δεν αίρεται ούτε αν αναθεματίσουμε το διάτρητο θετικισμό του Ranke, ούτε αν αποστασιοποιηθούμε από τον ανεστραμμένο θετικισμό του Carr. Η φρονηματιστική λειτουργία είναι η κόκκινη κλωστή που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του σώματος της ιστοριογραφίας, και πριν και μετά. Όσοι είναι έτοιμοι να καταφύγουν στο σήμερα για παρηγοριά, ας αναλογιστούν αυτό: Η δημόσια αντίληψη για την Ιστορία και για το ρόλο της είναι ίσως σήμερα περισσότερο παρά ποτέ σαφής, αποπνικτική και εξόχως καθοριστική για το πώς δρουν οι ίδιοι οι λειτουργοί της ιστορικής επιστήμης. Ίσως οι ιστορικοί είναι οι μόνοι που θεωρούν ότι έχουν άλλο ρόλο πέρα από το να φρονηματίσουν – εθνικά, ταξικά ή άλλως πως, πάντως ηθικά – τις νεότερες γενιές, μέσα από τα πάθη του παρελθόντος. Για να μη μιλήσουμε ακόμα και για τις εκρηκτικές διαστάσεις της επίδρασης ενός κλάδου της Ιστορίας, εκείνου της Δημόσιας Ιστορίας, πάνω στο υπόλοιπο σώμα της.
Φαίνεται πως πρέπει να αναστοχαστούμε στη βάση του αυτονόητου. Πως η Ιστορία ως λειτουργία και ως επιστήμη, δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες ανάγκες των εκάστοτε κοινωνιών – και εδώ μπαίνει το ζήτημα «ποιες από τις ανάγκες» - αλλά και ότι οι λειτουργοί της, αν δε θέλουν να ενεργούν ούτε ως εθνικοί φρονηματιστές ούτε ως οι προμηθευτές του σχετικισμού, οφείλουν να επιμείνουν σε αυτό που λέμε – τετριμμένα συνήθως – ανάπτυξη ιστορικής συνείδησης, ιστορικής κουλτούρας και κριτικής σκέψης. Δεξιότητες που μπορούν και πρέπει να βρίσκουν ένα αντίκρισμα στο σήμερα, μέσα από τη δυνατότητα κατανόησης των μηχανισμών του κόσμου και της σκέψης, δια της Ιστορίας. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει πάντα μια βαθειά συνείδηση διαφοροποίησης από την κανονιστική πρακτική και κατά το δυνατόν απαλλαγής από τη δουλεία στα κυρίαρχα ρεύματα – ακόμη και τα επιστημολογικά –, τον κυρίαρχο λόγο και ιδεολογία. Έτσι, τόσο για τον ερευνητή ή τον διδάσκοντα, όσο και για τον διδασκόμενο, η Ιστορία έχει πιθανότητες να εξελιχτεί σε μια απελευθερωτική για τη σκέψη διαδικασία.
Ένα από τα βασικά όπλα του ιστορικού, τουλάχιστον ως δασκάλου, σ’ αυτή τη διαδρομή είναι η μεθοδολογία, αλλά και το να διερωτάται διαρκώς γι’ αυτήν. Στο μεταίχμιο λοιπόν του εθνικοφρονηματιστικού αφενός και του σχετικιστικού αφετέρου ρόλου, ο εκπαιδευτικός που διδάσκει Ιστορία μπορεί να κάνει το πέταγμά του πάνω από τα κεραμίδια, όχι απαντώντας σε προκλήσεις, αλλά με τον τρόπο που θα απαντήσει σε προκλήσεις. Αν φεύγοντας με φόρα από τον ένα ρόλο χωθεί στην αγκαλιά ενός στερεοτυπικού άλλου, δεν έχει πετύχει τίποτα. Ο,τιδήποτε άλλο έξω από το κανονιστικό εθνικό αφήγημα δε σημαίνει εξ ορισμού κάτι λιγότερο παγιδευτικό. Αν από το «λέμε μόνο όσα δείχνουν πως είμαστε οι καλοί, οι δίκαιοι και οι ανώτεροι της ιστορίας» πάει κανείς στο «τα λέμε όλα επίπεδα και καταλήγουμε σε ένα πολτό», δεν έχει πετύχει και πολλά.
Η διδασκαλία συγκρουσιακών θεμάτων, αλλά και το άγγιγμα τραυματικών σημείων της ιστορικής συνείδησης, είναι ένα πολύ σημαντικό στάδιο γι’ αυτή τη διαδικασία ας πούμε «απελευθέρωσης» της Ιστορίας. Και οι επιστημολογικές και διδακτικές του προσεγγίσεις δεν είναι απλά διαδικαστικό ζήτημα, είναι εξόχως ουσιαστικό. Μέσα από την προσέγγιση τέτοιων θεμάτων, ο δάσκαλος της Ιστορίας μπορεί να διδαχθεί και ο ίδιος το δρόμο πέρα από τον στείρο εθνικισμό και φρονηματισμό, αλλά και να κρατηθεί έξω από τα πηγάδια είτε της στείρας έντασης, είτε του μηδενιστικού σχετικισμού. Θα έχει δε πετύχει πολλά αν φροντίζει στη διαδρομή να ακούει διαρκώς την ανάσα των μαθητών ή των φοιτητών του.
Έχω την εντύπωση πως το βιβλίο των Κόκκινου, Μαυροσκούφη, Γατσωτή και Λεμονίδου δίνει ακριβώς τη δυνατότητα και για τα δυο: Μέσα από τη θεωρητική και επιστημολογική προσέγγιση του ζητήματος «διδασκαλία συγκρουσιακών θεμάτων», οπλίζει τον εκπαιδευτικό στην αναζήτηση του άλλου δρόμου. Και μέσα από τις διδακτικές προσεγγίσεις και τη σχετική προβληματική τον βοηθά να πορευτεί μαζί με τους μαθητές ή φοιτητές του.
Κανείς δεν ισχυρίζεται πως το εγχείρημα είναι εύκολο. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τη δύσκαμπτη παροντική έλξη που ασκείται στους νέους, τη δύναμη των εναλλακτικών αντιλήψεων (alternative ideas/ perceptions), αλλά και τη συνύφανση της νεότητας με την τελεολογία. Ίσα-ίσα όμως που η διαδικασία προσέγγισης συγκρουσιακών θεμάτων συμβάλλει και στην αποδόμηση των νοητικών εμποδίων, στο ξεπέρασμα του κάθε τοίχου που αναστέλλει το άνοιγμα της σκέψης προς το «άλλο». Είναι μάλιστα μια διαδικασία η οποία οπλίζει το μυαλό με τα αξιολογικά εκείνα εργαλεία που είναι απαραίτητα για να μη βρίσκουν δικαίωση τα φοβικά σύνδρομα μέσα από την απειλή της «ισοπέδωσης». Μόνο έτσι χτίζονται κοινωνίες πολιτών που δεν έχουν ανάγκη από «νόμους της μνήμης» για να ρυθμίζουν το σήμερα.