28 Ιαν 2016

Ένα αφιέρωμα στον ποιητή Αντρέα Τιμοθέου


Με ιδιαίτερη χαρά παρουσιάζουμε σήμερα ένα νέο, κύπριο ποιητή.Ο Αντρέας Τιμοθέου,παρά το νεαρό της ηλικίας του,έχει δώσει ως τώρα πολλά δείγματα γραφής για το ταλέντο και τη δημιουργικότητά του.Του ευχόμαστε καλή συνέχεια και περιμένουμε πολλά απ΄αυτόν!

14 Ιαν 2016

"σχεδόν", η νέα ποιητική συλλογή του Πάμπου Κουζάλη

Πρόσφατα(Οκτώβριος 2015) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις παράκεντρο η ποιητική συλλογή "σχεδόν" του καλού φίλου και συναδέλφου Πάμπου Κουζάλη.Πρόκειται για μια εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση,που την χαρακτηρίζει το απλό και το απέριττο.Τα ποιήματα της συλλογής έχουν τα χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής του Πάμπου,σε μια πιο ώριμη και κατασταλαγμένη έκφραση.Ανάμεσα σ΄αυτά και κάποια γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο,όπως το εξαιρετικό ποίημα "Χρυσοπέρτικα" αλλά και το συγκλονιστικό "Τηλεφώνημα",πράγμα που αποτελεί τόλμημα για τον ποιητή.Και τον συγχαίρουμε γι΄αυτό.
Θα επανέλθουμε στο "σχεδόν".Για την ώρα, ας απολαύσουμε μερικά από τα ποιήματα της συλλογής.
Ευχόμαστε Καλή Επιτυχία και καλοτάξιδο να είναι το "σχεδόν",φίλε Πάμπο Κουζάλη!
****
 Ο Πάμπος Κουζάλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1964. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί για τηλεοπτικές παραγωγές και για θεατρικές παραστάσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Έχει εκδώσει δύο ακόμα ποιητικές συλλογές από το Παράκεντρο: «ραπτός λόγος» (2003) και «ένα» (2011)
****
Λαμπεντούζα
 
Σταθμός πρώτης υποδοχής αποδημητικών ψυχών
Η Αμίρα απ’ το Χαλέπι
περνάει από κόσκινο τ’ αφιονισμένα κύματα
ψιθυρισμούς να βρει ακοίμητες κραυγές
Μα οι θωριές ασώματες μακραίνουν ολοένα
Κι έρχεται του λυκόφωτος το αβέβαιο
ανάμεσα λήθη και πεθυμιά
Όσα της περισσέψαν δάκρυα
τα κλείνει σε μυροδοχείο επάργυρο
Κι αύριο μέρα είναι δίχως φως

Άνακτα ύπνε, μίλα μας όλη νύχτα
μην αποκοιμηθεί κανείς και χάσουμε τον δρόμο
           Φτάνουμε σχεδόν

****
Χρέος

Το πατημένο χώμα πάτωμα σαρώνω με φρουκάλι
Θα έρθουνε σε λίγο οι δανειστές να μου πάρουν το σπίτι
Χτυπώ τα πόδια καταγής
να φύγει η σκόνη απ’ τα παπούτσια
Ξυπνάνε κι εξεγείρονται μια δράκα εγγυητές
κεκοιμημένοι από καιρό
άγνωροι πρόγονοι γνώριμοι κληροδότες
Χτυπούν τα χέρια καταγής
κλαίνε κι ανασηκώνονται και χαιρετούν και λένε
Εμείς είναι το πρέπον να πληρώσουμε
Πέρδικες χαμηλοπετούν φωνάζουν τη βροχή
Τα νέφη ανοίγουν την αγκάλη τους
Τρεις αστραπές μαλώνουνε
και κεραυνός περήφανος και πρωτοχορευτής
κόβει στα τέσσερα
δοκάρια και καρφιά
Το πλιθάρι επιστρέφει στην αρχή του
Χώμα μου κι άγιο μου νερό
κι εσύ βελόνι στ’ άχυρα και στάχυ ραγισμένο
Είδα σε που πρασίνισες
κι έριξες άγκυρες καινούργιες να ριζώσεις
             Καλή αντάμωση

****

Συνταξιούχος φιλόλογος

Mε τα κουμπιά αθηλύκωτα
με προσπερνούν οι λέξεις
Βγαίνω στη σύνταξη
νέων προτάσεων ελλειπτικών
χωρίς αντικείμενα και αδρανή επίθετα
Μόνο υποκείμενο
Κι ένα ρήμα έρημο
Καμιά φορά το αποδεσμεύω κι αυτό

****
 Λαλέδες

Είδα στον ύπνο μου λαλέδες μωβ
σε χώμα ανοιξιάτικο με συγκρατημένη δροσιά
Φώναζα όλη νύχτα τα ξαδέλφια μου
να πάμε στις Ματσικοριθκιές
να μαζέψουμε όσους χωρούσε η αγκαλιά μας
Όι να πάτε πολλά μακριά, λέγαν οι μανάδες, έσιει Τούρκους
Τούρκο δεν είδαμε ποτέ κανένα
Μόνο πολύχρωμα χαλιά σε λόφους μεθυσμένους
Μα ύστερα ήρθαν από εκεί που δεν τους περιμέναμε
        Πέφταν με τ’ αλεξίπτωτα
        ανάστροφοι λαλέδες
     εξόριστοι από τον ουρανό
          έκπτωτες άνοιξες

****

Τηλεφώνημα

 
Ετηλεφωνήσαν μου πως σε ηύρασιν
Κάτω που μιαν ελιάν, είπαν μου
τζι ήταν αλλό θκυο στρατιώτες μαζί σου
Δόξα σοι ο Θεός, λαλώ τους
τουλάχιστον ήταν κάτω που το δεντρόν
τζι εν τους έκρουζεν ο ήλιος τόσον τζιαιρόν
      Νερόν είχασιν κοντά τους;

****
Χρυσοπέρτικα

Ο πόνος ο πραματευτής περνά στη γειτονιάν του
Θωρεί τον Λιόντα γελαστόν που κά’ στη λεμονιάν του
Λαλεί του, πόψε έννα χαθεί η μέρα τζιαι το φως σου
Με τέρτιν εκατόφυλλο θα μείνεις μανιχός σου
Η νύχτα μπαίνει φουρκαστή να της το μαντατέψει
της κόρης πως ο χάροντας εν νάρτει να την κλέψει
Η κόρη εσυντρομάχτηκε, βουρά να μανταλώσει
Στο μακρυνάριν έμεινεν κρυφτή για να γλιτώσει
Α, χρυσοπέρτικα, στο βράχο σ’ ονειρεύτηκα
Με το μασιαίριν του ληστή θερίζει την ο χάρος
Ευτύς εγίνην άφαντος ο σκοτεινός κουρσάρος
Πριχού ν’ αφήκει τη ψυσιή να φκει που τη φωλιάν της
αγκάλιασεν τ’ αγέννητο μωρό μέσ’ την τζιοιλιάν της
Μπαίνει της πόρτας όμορφος ο Λιόντας ποσταμένος
Με μια φωθκιάν πρωτόπλαστην εβρέθηκε ζωσμένος
Το άσπρον το φουστάνι της θωρεί το πορφυρένο
τζι αφήνει πά στα σιείλη της φιλί μαλαματένο
Κοντά στη νεροθκιάβαση με τον φονιάν παλεύκει
Πετά μια χρυσοπέρτικα που δίπλα του τζιαι φεύκει
Ανοίξαν τα επουράνια τζι η αγάπη του φωνάζει
Πρόσεχε, Λιόντα, τζι εν βαστώ να πιω τζι άλλο μαράζι
Εππέσαν τα μασιαίρκα τους στη γην την πικραμένη
τζι εμείνασιν αντικριστοί θκυο βράχοι αρματωμένοι

Α, χρυσοπέρτικα, στο βράχο σ’ ερωτεύτηκα

****