25 Μαρ 2009

"Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου"


Ο Ελληνισμός τιμά σήμερα την επέτειο της 25ης Μαρτίου.Τον Αγώνα του 1821 και την Επανάσταση για απόκτηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του.
Η σημασία του Αγώνα του 1821 είναι τεράστια και αναμφισβήτητη.

Αντί άλλου αφιερώματος:
Απόσπασμα από τον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε η Χριστίνα Κουλούρη(επίτιμος καθηγήτρια Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας) στον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης το 1995.Το κείμενο έχει εκδοθεί από το Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης με πρόλογο του Γιάννη Πανούση, Πρύτανη του Δ.Π.Θ.

Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, με την κυκλική περιοδικότητα που χαρακτηρίζει το θρησκευτικό και κοσμικό εορτολόγιο, συναντιόμαστε σε οικείους δημόσιους χώρους, για να συνεορτάσουμε μια εθνική επετειο: την 25 Μαρτίου 1821.
Η κανονικότητα, η ομοιομορφία και το αυτονόητο των εκδηλώσεων μας οδηγεί, ωστόσο, σε ένα είδος συλλογικής επανάπαυσης και δεν μας επιτρέπει να στοχασθούμε για την ίδια την επέτειο, το πώς και γιατί καθιερώθηκε, τα σύμβολα που τη συνοδεύουν και τους μύθους που την υφαίνουν, τη λειτουργία της τέλος στο δημόσιο συμβολικό λόγο της εθνικής κοινότητας. Ο ρητορικός δογματισμός και η αυταρέσκεια του πανηγυρικού λόγου ακυρώνουν, εξάλλου, σχεδόν εξ ορισμού την κριτική ιστορική γνώση του παρελθόντος, εκείνη που μόνη μας χειραφετεί ως πολίτες και μας εξασφαλίζει τη συλλογική αυτογνωσία.
Κατά κανόνα, ο λόγος που ακούγεται σε παρόμοιες ευκαιρίες συμπορεύεται με εκείνη την εκδοχή της ιστορίας, που ο Σπύρος Ασδραχάς ονόμασε “δικανική”. Ο όρος είναι, νομίζω, κατανοητός, εφόσον γνωστά είναι και τα χαρακτηριστικά του δικανικού λόγου. Η “δικανική ιστορία” αποφαίνεται περί δικαίων και αδίκων, κρίνει και αξιολογεί, παρουσιάζεται κατά περίπτωση ως κατήγορος ή ως συνήγορος.
Με αυτή της τη μορφή, η ιστορία γίνεται όπλο και αποδεικτικός μηχανισμός, γίνεται “χρήσιμη”. Η χρησιμότητά της, όπως νοείται από τους χρήστες της, εντοπίζεται συνήθως σε παρούσες συγκυρίες, σε ζητήματα του εκάστοτε πολιτικού, και κοινωνικού, παρόντος. Επιβεβαιώνεται έτσι η γνωστή ρήση του Benedetto Croce ότι “κάθε ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία”. Με άλλα λόγια, η ιστορική γραφή, η ιστορική αποτύπωση του παρελθόντος, μας πληροφορεί και για το παρόν από το οποίο παράγεται. Πολλές φορές μάλιστα, μας πληροφορεί αποκλειστικά για το παρόν και καθόλου για το παρελθόν, το οποίο διαθλάται και παραμορφώνεται μέσα από τις διόπτρες του παρόντος. Έτσι, η πρόσληψη της ιστορίας μοιάζει να βρίσκεται σε αντίφαση με την οντολογία της, με αυτά καθεαυτά τα ιστορικά συμβάντα.
Η διαπίστωση αυτή ενδεχομένως ξενίζει εκείνους που πρεσβεύουν την αντικειμενικότητα της ιστορικής γνώσης και τη μοναδικότητα της αλήθειας. Αποτελεί ωστόσο κοινό μυστικό, από τον περασμένο ήδη αιώνα, ότι η ιστορία τέθηκε στην υπηρεσία μη επιστημονικών σκοπιμοτήτων και χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολογικός μηχανισμός για τη νομιμοποίηση του έθνους-κράτους ή επιμέρους πολιτικών και κοινωνικών ομάδων.
..........
Οι ιστορικοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών, εφόσον ενίοτε υποθάλπουν ή και καλλιεργούν παρόμοιες στάσεις. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο οι ίδιοι οι ιστορικοί να προβάλλουν την πλασματική εκδοχή της πραγματικότητας, τον μύθο αντί της ιστορίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι κάποτε ο ιστορικός ταυτίζεται με τα αντικείμενα της παρατήρησής του, μετέχει συναισθηματικά και χάνει την απόσταση που επιβάλλει η κριτική θεώρηση. Σ’αυτή την περίπτωση, το παρόν επικαθορίζει το παρελθόν και ο μύθος κατέχει κεντρικό ρόλο στον ιστοριογραφικό λόγο.
Στα όρια του μυθικού και του ιστορικού τοποθετείται η εικόνα που έχουμε για την Ελληνική Επανάσταση και, ειδικότερα, για την 25 Μαρτίου 1821. Δεν είναι, βεβαίως, δύσκολο να κατανοήσουμε αυτή τη μετάπτωση του ιστορικού στο μυθικό στην περίπτωση ενός γεγονότος τόσο σημαντικού για τη νεοελληνική ιστορική συνείδηση όπως ο Αγώνας.

Η ιδεολογικοποίηση και εξιδανίκευσή του προηγήθηκε της νηφάλιας επιστημονικής του διαπραγμάτευσης και γι’αυτό -αλλά και για πολλούς άλλους λόγους- το μυθολογικό του απείκασμα υπήρξε ισχυρότερο, συνεπώς διαρκέστερο, από την ιστορική του αναπαράσταση.
Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, όσο ζούσαν ακόμη οι αγωνιστές και όσοι είχαν την άμεση εμπειρία των πολλαπλών ρήξεων που φέρνει ένας πόλεμος, υπήρχε μια βιωματική σχέση με το παρελθόν, σχέση σχεδόν απαγορευτική για την ιστοριογραφική του επεξεργασία. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Καμπούρογλους: "με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός, με την παλαιότητα ο πόνος".
Πράγματι, πλάι στο θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που διακρίνει την ελληνική σκέψη από την εποχή του Διαφωτισμού, τοποθετείται, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η συναισθηματική σχέση με τους πατέρες. Και μάλιστα, η Ελληνική Επανάσταση θεωρείται ως η κατεξοχήν απόδειξη της αρχαιοελληνικής καταγωγής των νεότερων Ελλήνων, μέσα από μια νέα σύγκρουση Ευρώπης - Ασίας, ανάλογη με εκείνη των μηδικών πολέμων.
Οι ήρωες της Επανάστασης θα προβληθούν έτσι ως τα κατεξοχήν πρότυπα της ανδρείας και του πατριωτισμού, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη που τόνιζε το σωφρονιστικό έργο της ιστορικής διδαχής και ήθελε την ιστορία “magistra vitae” (διδάσκαλο βίου), κατά την περίφημη διατύπωση του Κικέρωνα. Η λειτουργία αυτή διακρίνεται εναργέστερα στη σχολική πράξη, εκεί που η κοινωνικοποίηση του παιδιού στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην υποβολή προτύπων συμπεριφοράς, προς μίμηση ή προς απόρριψη. Μέσα και έξω από το σχολείο, εξάλλου, τα πρότυπα αυτά, οι “μεγάλοι άνδρες”, φτιάχνουν την πινακοθήκη, θα λέγαμε, της εθνικής ιστορικής μνήμης: οι αγωνιστές συγκροτούν το εθνικό μαρτυρολόγιο, οι αρχαίοι Έλληνες, το εθνικό πάνθεον. Σύντομα, και όταν τα πενιχρά μέσα του ελληνικού κράτους το επιτρέψουν, οι εικόνες τους θα κοσμούν τις σχολικές αίθουσες, πλάι στη θρησκευτική εικόνα και το χάρτη της Ελλάδας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η Ελληνική Επανάσταση εντάχθηκε αμέσως, αβίαστα, αυτονόητα, στη νεοελληνική εθνική συνείδηση. Ήταν το ύψιστο γεγονός της συλλογικής αυτοεπιβεβαίωσης.

Ντελακρουά, ¨Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου"

Οι ερμηνείες της, ωστόσο, δεν υπήρξαν πάντοτε σύμφωνες. Άλλωστε, ενόσω εξελισσόταν ακόμη, δεν έλειψαν οι εμφύλιες διαμάχες και συγκρούσεις. Μετά την αίσια έκβασή της, οι επιζώντες θέλησαν να υποστηρίξουν το δίκιο τους, τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα. Εν μέρει απολογητικός είναι συνεπώς ο χαρακτήρας των απομνημονευμάτων των στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών του Αγώνα. Τεκμήρια της ατομικής μνήμης, οι πολύτιμες αυτές μαρτυρίες μας μεταφέρουν πάντως την αίσθηση της τομής και του σημαντικού που συμμερίζονταν όσοι μετείχαν στην Επανάσταση.

Η συγγραφή των απομνημονευμάτων δηλώνει ακριβώς τη βαρύτητα που απέδιδαν στη διατήρηση της μνήμης του γεγονότος, έστω με τις μεροληψίες και τις διαθλάσεις που επιβάλλει η χρονική απόσταση και η υποκειμενική στάση.
Είτε διαβάσει κανείς τα απομνημονεύματα είτε στηριχθεί στις πρώτες απόπειρες ιστοριογραφικής σύνθεσης που δημοσιεύονται κατά τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους, ανιχνεύει αυτό το διάλογο λήθης και ανάμνησης, σιωπής και υπόμνησης που διακρίνει κάθε κατασκευή μνήμης, ατομικής ή συλλογικής. Και στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, υπήρχαν πολλά που έπρεπε να αποσιωπηθούν. Οι φόβοι, τα διλήμματα, οι ιδιοτέλειες, ανθρώπινες στάσεις δηλαδή, δεν είχαν θέση σε μια ιστορία επική, που φιλοδοξούσε να διδάξει μέσα από ηρωικά πρότυπα. Οι αντιδράσεις, επίσης, των ομάδων εκείνων που διαφωνούσαν με την κήρυξη της Επανάστασης δεν εναρμονίζονταν με μια εικόνα εθνικής σύμπνοιας και ομοψυχίας που η “επίσημη” ιστοριογραφία επιθυμούσε να προωθήσει. Συνεπώς, ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα και αφού έχουν καταλαγιάσει τα πάθη που ακολούθησαν τη δολοφονία του Καποδίστρια, η μνήμη της Ελληνικής Επανάστασης καλύπτεται με το μανδύα του μύθου. Ένα μανδύα που δεν θα αποβάλει πάντως μέχρι και σήμερα σχεδόν, στις επετειακές της τουλάχιστον εκδοχές.
Βεβαίως, και αυτό το τονίζω, ο μύθος δεν είναι πάντοτε ο ίδιος. Όπως επισήμανα και στην αρχή της ομιλίας, η διαχείριση της ιστορικής γνώσης διαφοροποιείται μέσα στη διαχρονία αλλά και στη συγχρονία, ανάλογα με τους κοινωνικούς και πολιτικούς εκφορείς της.

Έτσι και η Επανάσταση του 1821 ερμηνεύθηκε ως εθνική αναγέννηση, ως αστική επανάσταση, ως λαϊκό κίνημα κ.ο.κ. Δεν θα επιμείνω εδώ σε όλες τις δυνατές, και υπαρκτές, ερμηνευτικές της αποχρώσεις.
Είναι πάντως ενδιαφέρον να σταθούμε σε δυο τουλάχιστον όψεις της πρόσληψής της, οι οποίες χωρίς να είναι κατ’ανάγκην ασύμπτωτες είναι και διαδοχικές. Η πρώτη όψη είναι αυτή της “ανολοκλήρωτης” επανάστασης. Σε όλο το 19ο αιώνα και μέχρι την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου το 1922, η Ελληνική Επανάσταση θεωρούνταν ανολοκλήρωτη και το έργο των αγωνιστών ατελές. Το όνειρο της αλυτρωτικής επέκτασης, όπως εκφράστηκε με την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, στηριζόταν σε αυτήν ακριβώς την ερμηνεία της Επανάστασης.
Η δεύτερη όψη είναι εκείνη της “επερχόμενης” επανάστασης. Αντίληψη συνδεδεμένη με τους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας και τις νέες πολιτικές ομάδες που αναδείχθηκαν στις αρχές του 20ού πλέον αιώνα, στήριζε μια θεωρητική και εξόχως πολιτική συζήτηση ως προς το χαρακτήρα της νέας, “επερχόμενης”, επανάστασης - αν θα ήταν αστικοδημοκρατική, σοσιαλιστική κλπ. Μια καινούρια, “προοδευτική”, μυθολογία της Ελληνικής Επανάστασης εφευρίσκεται λοιπόν μέσα στον 20ό αιώνα.
Το στοιχείο της εφεύρεσης δεν είναι φυσικά πρωτότυπο. Από τη στιγμή της ίδρυσής του, το νεαρό ελληνικό κράτος θα αναζητήσει και θα εφεύρει, σε αναλογία με τα σύγχρονά του δυτικοευρωπαϊκά, τα συμβολικά στοιχεία της συνοχής του. Θεσμοί και τελετές με ιστορικές αναφορές θα χρησιμοποιηθούν προς επικουρία του ενοποιητικού έργου.
Στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και άλλων στιγμών της πρόσφατης ιστορίας μας αργότερα, παρατηρείται ένας συναρπαστικός μεταβολισμός: η μετατροπή της ίδιας της μνήμης, της βιωμένης ιστορίας, σε συλλογική κληρονομιά, σε κοινό κτήμα της εθνικής κοινότητας. Ο μεταβολισμός αυτός συντελείται και μέσω μιας δημόσιας, συχνά θεατρικής, γλώσσας που αρθρώνεται με τελετουργικά και συμβολικά στοιχεία.

Θα μπορούσα να αναφέρω, για παράδειγμα, τα εθνικά μνημεία και τους ανδριάντες, τις επετειακές εκδηλώσεις και τις παρελάσεις, τις σημαίες και άλλες συμβολικές αναπαραστάσεις. Η αποτελεσματικότητα αυτών των στοιχείων έγκειται κυρίως στη θεσμοθέτηση και την επανάληψή τους και όχι τόσο στη συναισθηματική και ενθουσιώδη συμμετοχή του πλήθους. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γ.Χαριτάκης το 1921, ενόψει του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Επανάστασης, “αι παρ’ημίν τελεταί και εορταί συνίστανται, σχεδόν κατά κανόνα, εις ιεροτελεστίας, στρατιωτικάς παρατάξεις και εκφωνήσεις πανηγυρικών λόγων, έχουν δε συνήθως κάπως μονότονον χαρακτήρα. Εις τας τοιαύτας τελετάς η συμμετοχή του λαού, παρ’ όλας τας προσπαθείας των εκάστοτε οργανωτών είναι μάλλον χλιαρά, εκτός εάν πρόκειται περί εορτασμού προσφάτου εκάστοτε χαρμοσύνου εθνικού γεγονότος, το οποίον να ενθουσιάζη τους πάντας και να καλύπτη πάσαν ανεπάρκειαν οργανώσεως ή προπαρασκευής” (σ.20). Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν επέτρεψε πάντως τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας, η οποία γιορτάστηκε τελικά το 1930, επέτειο της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Απ’όλες, ωστόσο, τις δυνατές ημερομηνίες για τον εορτασμό την Ελληνικής Επανάστασης, είχε επιλεγεί από το 1838 εκείνη της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, χωρίς πάντως την ακρίβεια που επέβαλλε η ιστορική έρευνα και τα πραγματικά γεγονότα.

Πράγματι, τα γεγονότα υπαγόρευαν την επιλογή είτε της 24 Φεβρουαρίου, με την εκδήλωση του κινήματος του Υψηλάντη, ή έστω της 23 Μαρτίου, όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο. Παρ’όλα ταύτα, το Β.Δ. του 1838 που καθιέρωνε την 25 Μαρτίου ως εθνική εορτή, επικαλούνταν τους εξής λόγους για την επιλογή: πρώτον, το γεγονός ότι τη μέρα αυτή το 1821 έγινε η έναρξη του “υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους” και δεύτερον, γιατί η μέρα αυτή ήταν “λαμπρά καθ’εαυτήν” λόγω του Ευαγγελισμού.

Φαίνεται ότι από τους δυο λόγους ισχύει μόνον ο δεύτερος, η σύνδεση δηλαδή της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Μάλιστα, η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας, εφόσον σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25 Μαρτίου 1821 ούτε ότι αυτό συνέβη στην Αγία Λαύρα.
Ο θρύλος για την ύψωση του λαβάρου της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα πλάστηκε στην ουσία στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, με τη συνδρομή ποικίλων παραγόντων, παρόλο που αγνοήθηκε ή διαψεύσθηκε από τη νεοελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα. Η αφετηρία του μύθου μπορεί να ανιχνευθεί στην περιγραφή ενός Γάλλου περιηγητή, του Πουκεβίλ, που έγραψε το 1824 μια “Ιστορία της ελληνικής επανάστασης”. Εκεί δίνει μια ρομαντική περιγραφή της κήρυξης της επανάστασης, κατάλληλης προς κατανάλωση από το σύγχρονό του ευρωπαϊκό κοινό.
Η παγίωση του μύθου θα ευνοηθεί πάντως από τις συνθήκες που θα αναπτυχθούν στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους μετά τη δημιουργία του, δηλαδή τις κοινωνικές ομάδες που θα αναλάβουν ηγετικό ρόλο και θα θελήσουν να εξάρουν τη συμβολή τους στο απελευθερωτικό έργο, την ανάπτυξη του νεοελληνικού τοπικισμού, την ανάγκη σύνδεσης θρησκείας και έθνους, κυρίως μετά την κήρυξη του αυτοκεφάλου της ελληνικής εκκλησίας το 1833 και την επακόλουθη ψυχρότητα με το Πατριαρχείο. Η καθιέρωση, εξάλλου, της εθνικής επετείου της 25 Μαρτίου συνέβαλε στη μυθοποίηση της Λαύρας, μυθοποίηση που στη συνέχεια κρυσταλλώνεται μέσα από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.
Η ίδια η επέτειος της 25 Μαρτίου γνώρισε ωστόσο κατά τα πρώτα χρόνια της καθιέρωσής της περιπέτειες, για τις οποίες αναμφίβολα δε μας υποψιάζει ο τωρινός, ομόψυχος και λαμπρός εορτασμός της.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι στα χρόνια της οθωνικής βασιλείας, και μάλιστα στις παραμονές του Συντάγματος του 1843, η επέτειος απέκτησε πολιτικό περιεχόμενο και εμπλέχτηκε στην αντιπολιτευτική δράση κατά του Όθωνα.
Κάποιοι νέοι, φοιτητές κυρίως, αποφάσισαν να γιορτάσουν με το δικό τους, διαφορετικό τρόπο την 25 Μαρτίου, και γι’αυτή τους την πράξη παραπέμφθηκαν σε δίκη. Αξίζει, νομίζω, να σταθούμε σ’αυτή τη διάσταση ανάμεσα στον επίσημο, κρατικό, εορτασμό της εθνικής επετείου και στην ενθουσιώδη, ιδιωτική πρωτοβουλία μιας ομάδας νέων, για τους οποίους η επέτειος αυτή συμβόλιζε την εξέγερση της Ελλάδας εναντίον κάθε μορφής τυραννίας. Αλλά και να επισημάνουμε την καταστολή αυτής της πρωτοβουλίας που δεν συμβάδιζε με το επιβεβλημένο τυπικό και θεωρήθηκε ότι υπέκρυπτε ανατρεπτικές ροπές.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όπως ανέφερα ήδη, η 25 Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος το 1838, και τότε γιορτάστηκε και για πρώτη φορά επίσημα. Μέχρι τότε, το ελληνικό κράτος γιόρταζε δυο επετείους, και τις δυο συνδεδεμένες με το πρόσωπο του βασιλέα: τα γενέθλια και τα αποβατήρια. Η 25 Μαρτίου θα είναι, συνεπώς, η μόνη καθαρά εθνική γιορτή, “η μόνη”, σύμφωνα με την εφημερίδα της εποχής Αθηνά, “ήτις ημπορεί να συγκινήση παντός ευαισθήτου Έλληνος την καρδίαν”.
Από την επόμενη χρονιά, το 1839, δοκιμάζεται ένας ιδιωτικός εορτασμός, ο οποίος επαναλαμβάνεται και το 1840, ώστε να αντισταθμιστεί, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, η αδιαφορία ή η δυσμένεια των Βαυαρών για τη γιορτή αυτή. Την πρωτοβουλία ανέλαβε μια ομάδα νέων οι οποίοι γιόρτασαν την επέτειο με μνημόσυνο των πεσόντων του Αγώνα στην εκκλησία της Καπνικαρέας και με συμπόσιο και μουσική σε σπίτι φωταγωγημένο και διακοσμημένο με συμβολικές εικόνες. Η αντιοθωνική μερίδα, την οποία αποτελούσαν κατά πλειονότητα νέοι, θέλησε μ’αυτό τον τρόπο να ιδιοποιηθεί τον πανηγυρισμό της εθνικής επετείου.
Η αντιπαράθεση που απλώς λάνθανε τα δυο πρώτα χρόνια ξέσπασε το 1841. Τότε, τη μέρα του Ευαγγελισμού, δεν ακούσθηκαν οι πρωινοί κανονιοβολισμοί - δείγμα ενδεχομένως της ολιγωρίας και απροθυμίας της διοίκησης. Όπως θα γράψει ένα μήνα αργότερα ένας άλλος από τους πρωταγωνιστές, ο Θεόδωρος Ορφανίδης: “φθάνει η 25 Μαρτίου, η ημέρα καθ’ ην εκδικητικός κεραυνός επέσκηψεν μετά πατάγων κατά της κεφαλής των τυράννων μας” ... “και τί γίνεται; τίποτε: μήτε εσπερινή μουσική, μήτε εωθινά άσματα, μήτε πυροβόλων εκπυρσοκροτήσεις”.
Οι νεαροί φοιτητές αποφασίζουν τότε να γιορτάσουν εκείνοι με τη λαμπρότητα που της άρμοζε την εθνική επέτειο. Φωταγωγούν εναν κατάλληλο χώρο και παρουσιάζουν στους διαβάτες σειρά συμβολικών εικόνων. Η εικόνα του Κοραή κατέχει κεντρική θέση. Ο αντιμοναρχισμός και οι δημοκρατικές ιδέες του “σοφού γέροντος των Παρισίων” εξηγούν τη συμβολική του εμφάνιση σε έναν τέτοιο εορτασμό. Κάποιες από τις υπόλοιπες εικόνες που είχαν αναρτηθεί στον ίδιο χώρο εκλαμβάνονται από τη διοίκηση ως αντιπολιτευτικές και καταστρέφονται. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για την εικόνα ενός πλοίου που κλυδωνιζόταν χωρίς πηδάλιο.
Οι πρωτεργάτες της εκδήλωσης συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε δίκη.

Ο Ζήσης Σωτηρίου, ομοϊδεάτης και συνεορταστής τους τα προηγούμενα χρόνια, ήταν άρρωστος τη μέρα του Ευαγγελισμού και δε συνελήφθη. Για συμπαράσταση, μήνυσε ο ίδιος τον εαυτό του στην Εισαγγελία. Στη δίκη ο Ορφανίδης διάλεξε τον έμμετρο λόγο για να απολογηθεί. Διαβάζω λίγους χαρακτηριστικούς στίχους απ’αυτήν την απολογία:
"Διατί της δίκης ταύτης κοινολογηθείσης μόλις
Στο ακροατήριον σας συνηθροίσθη όλ’ η πόλις;
[......]
Έχει εθνισμόν η δίκη, κ’ ήλθε να ιδή καθείς των
πώς το δικαστήριόν σας κρίνη περί των μεγίστων,
Ήλθεν να ιδή ο Έλλην, αν τιμών τους ήρωάς του,
Αμυδρόν αν ρίπτων βλέμμα στας ενδόξους εποχάς του,
Εάν εις τάφους σπένδων των προμάχων δακρυχέων
Θα συμμερισθή την τύχην των κακούργων και φονέων".
Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν τελικά εκτός από έναν, στον οποίο επιβλήθηκε φυλάκιση ενάμιση μηνός. Τον επόμενο χρόνο, επανέρχονται ζητώντας την άδεια να παρουσιάσουν το θεατρικό έργο του Ιωάννη Ζαμπέλιου “Ρήγας ο Θεσσαλός” και με τις εισπράξεις να ανεγείρουν μνημείο πρός τιμήν του Ρήγα. Η άδεια δεν δόθηκε, ίσως από το φόβο των ταραχών, αλλά ο Ζήσης Σωτηρίου, που συναντήσαμε προηγουμένως, αποφάσισε στο εξής να γιορτάζει την ονομαστική του εορτή την 25η Μαρτίου.
Έτσι, το βράδυ της 25 Μαρτίου 1843, γιορτάζοντας τη γιορτή του Ζήση Σωτηρίου οι νέοι του Πανεπιστημίου και του Γυμνασίου περιήλθαν όλη την πόλη ψάλλοντας άσματα υπέρ του Συντάγματος. Ο Σεπτέμβριος ήταν πια κοντά και η σύνδεση της εθνικής επετείου με τις φιλελεύθερες διεκδικήσεις απροκάλυπτη.
Εντελώς διαφορετικός είναι ο συμβολισμός της εθνικής επετείου κάποιες δεκαετίες αργότερα, όταν το προσκύνημα στο νησί της Τήνου προσλαμβάνει όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και εθνικό χαρακτήρα. Στη Μεγαλόχαρη, το μεγαλύτερο πλήθος των προσκυνητών ως το 1922 συνέρρεε την 25 Μαρτίου και όχι την 15 Αυγούστου. Ενδεικτικά, σύμφωνα με μια στατιστική του 1881, μέσα σε μια μέρα στο πανηγύρι του Μαρτίου έφθασαν στο νησί 25000 προσκυνητές. Ο εορτασμός του ευαγγελισμού στην Τήνο λειτουργούσε ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή σαν εθνικό προσκλητήριο, συγκεντρώνοντας προσκυνητές και από το ελληνικό κράτος αλλά και από τον ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως από τη Σμύρνη.
Ο Δροσίνης περιγράφει γλαφυρά αυτή την ποικιλόχρωμη συνεύρεση: “Ο φουστανελλοφόρος χωρικός της Ρούμελης με την δασύτριχον κάπαν προστρίβεται επί του βελουδίνου γελεκίου του κομψού Σμυρναίου, ενώ του εκ Τσεσμέ βρακοφόρου η κεφαλή παρεμπίπτει μεταξύ του αργυροστεφούς μετώπου Ελευσινίας λυγερής και των μαύρων οφθαλμών Αλεξανδρινής Σφιγγός. Επεται τεφρόχρους πίλος Συριανου βιομηχάνου και χρυσούν παπάζι Μεσσηνίας δεσποίνης...”. Ο ρόλος αυτός του νησιού της Τήνου κατά την εθνική επέτειο παραλληλίζεται άλλωστε σε εφημερίδα της εποχής με το ρόλο του ιερού του Απόλλωνα στη γειτονική Δήλο κατά την αρχαιότητα.
Η αναφορά στις δυο διαφορετικές μορφές που προσέλαβε ο εορτασμός της 25 Μαρτίου μέσα στον προηγούμενο αιώνα έρχεται να συναντήσει όσα εισαγωγικά καταγράφηκαν σχετικά με τη μυθοποίηση και την ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Μια επέτειος μπορεί να είναι ένα πολλαπλό, ακόμη και αντιφατικό, σύμβολο. Μπορεί να προβάλλεται για να τονίσει την ενότητα μιας κοινωνίας ή, αντίθετα, για να υπογραμμίσει τις ρωγμές και τις αντιπαλότητές της.
Πέρα απ’όλα αυτά, συμπυκνώνει κάποιες αξίες, εκείνες που θεωρείται πως πραγματώθηκαν κατά τη διάρκεια των εορταζομένων γεγονότων. Ο εορτασμός της επετείου επιβεβαιώνει την προσήλωση των μελών της κοινωνίας στις αξίες αυτές. Έτσι και με την 25 Μαρτίου.

Οι φοιτητές του 1841 διαδήλωναν με τον εορτασμό της την προσήλωσή τους στις δημοκρατικές αρχές της Επανάστασης, εκείνες που κατά τη γνώμη τους καταπατούσε η βαυαρική διοίκηση και η οθωνική απολυταρχία. Οι προσκυνητές της Μεγαλόχαρης, από τη μεριά τους, τιμούσαν τις αξίες της ενότητας του ελληνισμού αλλά και προσδοκούσαν την τελείωση της “ανολοκλήρωτης” επανάστασης.

Σήμερα, 157 χρόνια μετά τον πρώτο εορτασμό, ίσως αξίζει να στοχαστούμε, πέρα από την τελετουργική επανάληψη γνωστών από τα σχολικά μας χρόνια στερεοτύπων, ως προς την αξιακή φυσιογνωμία αυτής της επετείου, ως προς τη θέση της στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και ως προς το πραγματικό ιστορικό της περιεχόμενο.

21 Μαρ 2009

Ο Καιόμενος,Τ.Σινόπουλος

Αντί αφιερώματος στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης...




Ο Καιόμενος
Τάκης Σινόπουλος


Το φαινόμενο της αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957). Τα ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν από το 1948- 1955 και απηχούν μνήμες του εμφυλίου πολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Ο Καιόμενος συνδέεται με τον Εμφύλιο αλλά παραπέμπει και σε προηγούμενες εποχές(αυτοπυρπολήσεις στο Βιετνάμ, στην Πράγα, στην Αμερική).Το φαινόμενο της αυτοπυρπόλησης, που αποτελεί έσχατη πράξη διαμαρτυρίας, συνδέεται και με μεταγενέστερες εποχές (Κούρδοι, επιθέσεις αυτοκτονίας των Παλαιστινίων κατά των Ισραηλινών), καθώς θα υπάρχουν πάντα οι αγνοί ιδεολόγοι που θα «εξωθούνται» σ’ αυτή τη μορφή διεκδίκησης.
Από συνέντευξη του ποιητή:
«Κανείς δε γίνεται ποιητής χωρίς να πληρώσει προσωπικά. Αυτό να το ξέρετε. Προπαντός μέσα στο δικό μας χώρο, στην Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας. Κάποτε, στα 1957, έγινα προφήτης γράφοντας τον Καιόμενο. Ύστερα ήρθανε οι αυτοπυρπολήσεις των βουδιστών καλόγερων του Βιετνάμ, του Πάλαντς στην Τσεχοσλοβακία και του Γεωργάκη στην Τζένοβα».
« Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά ταυτόχρονα και θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας, αλλά και παραμένοντας στην απομόνωσή του, ενώ οι σπουδαστές της Πράγας και οι Βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου που έχει κοπεί στα δυο».Κ. Φράιερ.


Ο Καιόμενος
Τάκης Σινόπουλος

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Κι ένα παράλληλο ποίημα:

                                     Όπως ο Κερέμ                                            
                                       Ναζίμ Χικμέτ

Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λιώσουμε το μολύβι
Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του
Κι εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;

18 Μαρ 2009

"Οι εχθροί της Άνοιξης"





                                                Γιάννης Τσαρούχης,"Κάλλες σε κερκυραϊκό βάζο"



Ποιητές, λογοτέχνες, ζωγράφοι, συνθέτες ύμνησαν την άνοιξη και ό,τι αυτή συμβολίζει.Την ταύτισαν με την ελπίδα, τη λύτρωση, την ομορφιά, την αθωότητα.Για τον καθένα ένας συμβολισμός και μια αλληγορία.Κυρίως όμως, μέσα από την Τέχνη, τονίστηκε η σημασία της απουσίας της κι η ανάγκη να "κατακλύζει" τον κόσμο μας.Για μια μεταφορική άνοιξη που την πολεμούν μιλά κι ο Σαχτούρης.Όμως δε θα τους περάσει, λέει. Όποιοι κι αν είναι οι εχθροί της, θα νικηθούν στο τέλος από το άπλετο φως της. Και το μικρό έαρ θα ξεδιαλύνει τα σκοτάδια...

Οι εχθροί της Άνοιξης
Mίλτος Σαχτούρης(1919-2005)

Έρχεται φέτος κουρασμένη
η 'Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.
Αυτή όμως με κρότο
ανάβει ένα-ένα τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
(για) να τους στραβώσει.





Η πληγωμένη Άνοιξη
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της

Τα Χελιδόνια μου

Δε σας γνωρίζω εφέτος
καημένα χελιδόνια μου
πετάτε άραγε, όπως άλλοτε
ή μήπως σε ρόδες πάνω να κυλάτε
όμως το μάτι σας

γιατί έτσι μεγάλωσε
τεράστιο
τεράστιο και πορφυρό
μονάχα ο ουρανός σας έχει απομείνει
μα νά 'ναι για σας τώρα Ουρανός;

15 Μαρ 2009

"Από σένα η άνοιξη εξαρτάται"

"Την άνοιξη αν δεν τη βρεις
τη φτιάχνεις.
Και ή πας να παίξεις τρικυμία
ή πνίγεσαι".
Οδ. Ελύτης

8 Μαρ 2009

Πολυξένη Λοϊζιάς. Μια ξεχωριστή γυναικεία φυσιογνωμία της Λεμεσού.





Η προσωπογραφία της Π.Λ. που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Νίκος Νικολαΐδης(βρίσκεται σήμερα στο Λανίτειο Λύκειο Β΄, στη Λεμεσό).


Πολυξένη Λοϊζιάς (1855-1942)
Η Πολυξένη Λοϊζιάς υπήρξε μια ξεχωριστή γυναικεία προσωπικότητα της Λεμεσού της περιόδου της Αγγλοκρατίας, μια προσωπικότητα με πολυσχιδή δράση: εκπαιδευτική,πνευματική, συγγραφική, φεμινιστική. Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας της αξίζει ένα μικρό αφιέρωμα.

Μια πρωτοπόρα αγωνίστρια
Συνοπτική παρουσίαση από άρθρο που δημοσιεύτηκε στην «Παρουσία» (Εκπαιδευτικό περιοδικό της ΟΕΛΜΕΚ), Ιούνιος 2007. Το απόσπασμα βασίζεται σε ένα από τα κεφάλαια της διπλωματικής εργασίας μου με θέμα « Μια πρώτη προσέγγιση στη ζωή και το έργο της Πολυξένης Λοϊζιάδος». Η εργασία έγινε στα πλαίσια του Προγράμματος Επιμόρφωσης Καθηγητών Μ. Ε. στη Νεότερη Ιστορία (2005-2006), στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Παν/μίου Κύπρου, με εποπτεύοντα Καθηγητή τον κ. Πέτρο Παπαπολυβίου. Παρουσιάσεις επιμέρους κεφαλαίων της μελέτης έχουν γίνει από την γράφουσα και σε συνέδρια Ιστορίας
(-Δήμος Λεμεσού, 13-15 Οκτ. 2006. - Παν/μιο Κύπρου, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας,
3-4 Φεβρ. 2007. - Φιλελεύθερος - Παν/μιο Κύπρου-ΤΕΠΑΚ, 29 Νοεμ. 2008).
Η διπλωματική εργασία βρίσκεται υπό έκδοση.

Η πρόκληση της ανάδειξης της πολυμερούς δράσης μιας σημαντικής γυναικείας φυσιογνωμίας της Κύπρου, μιας προσωπικότητας που σφράγισε την ιστορία της εκπαίδευσης αλλά και την ιστορία των γυναικών στη Λεμεσό και στην Κύπρο γενικότερα, αποτέλεσε για μένα ένα ισχυρό κίνητρο για την εκπόνηση της εργασίας μου.
Εύα Νεοκλέους


Αγώνας για τη γυναικεία χειραφέτηση
Η Λοϊζιάς υπήρξε για την εποχή της πρωτοπόρα και στον αγώνα για τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας στην Κύπρο. Χάρη σ’ αυτήν τέθηκαν οι βάσεις του γυναικείου κινήματος και διατυπώθηκαν οι πρώτες γυναικείες διεκδικήσεις.
Η γνωριμία της με την Σαπφώ Λεοντιάδα (1832-1900), της οποίας υπήρξε μαθήτρια και για την οποία έτρεφε απέραντη εκτίμηση και θαυμασμό, ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία και δράση της. Μια άλλη γυναικεία προσωπικότητα που την επηρέασε καθοριστικά ήταν η Καλλιρόη Παρρέν (1861-1940). Η Παρρέν ήταν η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια - στα πλαίσια του αστικού φεμινισμού - η πρώτη γυναίκα που προσπάθησε να εμπνεύσει στην Ελληνίδα το ενδιαφέρον για τα πολιτικά της δικαιώματα και να διεκδικήσει την ισοτιμία των δύο φύλων, η πρωταγωνίστρια του γυναικείου κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Παρρέν, μαζί με τη Λεοντιάδα, την Καλλιόπη Κεχαγιά και την Αικατερίνη Λασκαρίδου (1842-1916), ανήκει στις πρωτοπόρες του αγώνα των γυναικών για ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση στην Ελλάδα[1].
Ο αγώνας της Π.Λ. για την εξύψωση της θέσης της Κυπρίας γυναίκας είναι συνυφασμένος με τις υπόλοιπες πτυχές της δράσης της. Τόσο ως παιδαγωγός, όσο και ως συγγραφέας, υπηρέτησε τις αρχές και τις θέσεις της, δίνοντας έμφαση στην εκπαίδευση των γυναικών. Θεωρούσε ότι η μόρφωση των κοριτσιών ήταν εκ των ων ουκ άνευ για τη βελτίωση της θέσης της Κυπρίας στην οικογένεια και στην κοινωνία.
Η Π.Λ. έδωσε ώθηση στη γυναικεία εργασία, την οποία ταύτιζε με τη γυναικεία χειραφέτηση. Διδάσκοντας και εφαρμόζοντας το «έργον ουδέν όνειδος», προέτρεπε τις μαθήτριές της να εργαστούν και πολλές απ’ αυτές τις έστειλε στο εξωτερικό για να τελειοποιηθούν ως δασκάλες, νηπιαγωγοί, καλλιτέχνιδες, ράπτριες, νοσοκόμοι, ανάλογα με την κλίση κάθε μιας και τις ανάγκες της πόλης. Είναι φανερό ότι οι απόψεις της είναι επηρεασμένες από τις αντίστοιχες της Παρρέν, η οποία προσπαθούσε να διαδώσει ένα φεμινισμό που εξαρτούσε τη χειραφέτηση όχι μόνο από την κατοχύρωση του δικαιώματος στην εκπαίδευση, αλλά και από την εργασία[2].


Στη φωτογραφία η Κ.Παρρέν

Η Λοϊζιάς αγωνίστηκε με σθένος για την εκπαίδευση των κοριτσιών κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης διδασκαλικής της δράσης.
Δύο κεφάλαια από το συγγραφικό της έργο: «Περί τινων διατάξεων του νέου περί παιδείας νόμου εν Κύπρω εφαρμοσθέντος τω 1923-24» και « Μελέτη περί της θέσεως της γυναικός ως Εστιάδος και ως πολίτιδος», δίνουν μια πληρέστερη εικόνα για τις φεμινιστικές θέσεις της Π.Λ.
«Περί τινων διατάξεων του νέου περί παιδείας νόμου εν Κύπρω εφαρμοσθέντος τω 1923-24», Κυπριακόν Λεύκωμα (Λεμεσός 1924, σσ.131-136).
Πρόκειται για το νόμο του 1923, επί Αρμοστείας Στήβενσον, με τον οποίο στην πραγματικότητα άρχιζε και η κατάλυση των δικαιωμάτων του λαού στην Παιδεία. Αφαιρέθηκε από τις σχολικές Εφορείες το δικαίωμα διορισμού των δασκάλων και ανατέθηκε στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο του οποίου μέλη ήσαν και βουλευτές. Μία από τις πρόνοιες του νόμου έλεγε: “Οι διδάσκαλοι αποσύρονται της υπηρεσίας εις το 60ον έτος και αι διδασκάλισσαι εις το 55ον. Ουδεμία έγγαμος διδασκάλισσα δύναται του λοιπού να εργασθεί”.
Η Λοϊζιάς υποστηρίζει την ανάγκη εξύψωσης της θέσης της γυναίκας στην Κύπρο, προκειμένου να επικρατήσει δικαιοσύνη. Μπορεί η Κύπρος να απέχει πολύ από τις ευρωπαϊκές χώρες, ως προς το θέμα της ανάδειξής της, όμως προειδοποιεί ότι ήδη υποφώσκει, όπως η ίδια πιστεύει, η διαμαρτυρία και η εξέγερση της γυναίκας. Η συγγραφέας φαίνεται αισιόδοξη για την ανάπτυξη γυναικείου κινήματος στην Κύπρο.
Οι απόψεις της Λοϊζιάδος για την ανάδειξη της θέσης της γυναίκας, την ισοτιμία ανδρών και γυναικών στην εργασία, τη γυναικεία χειραφέτηση και βέβαια η δράση της μπορούν να την κατατάξουν στις πρώτες φεμινίστριες της Κύπρου στο χώρο της εκπαίδευσης και απηχούν τις απόψεις του φεμινιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Άλλωστε το γυναικείο κίνημα αναπτύσσεται ιδιαίτερα αυτή την περίοδο με την εκβιομηχάνιση, την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη μαζική έξοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το κυριότερο γυναικείο φεμινιστικό έντυπο της εποχής είναι η «Εφημερίς των Κυριών» (1887-1918) της Καλλιρόης Παρρέν και δεν είναι τυχαίο που η Π.Λ. συνεργάστηκε στενά μ’ αυτό.

Η ανάγκη ανάδειξης της θέσης της γυναίκας τονίστηκε και στη «Μελέτη περί της θέσεως της γυναικός ως Εστιάδος και Πολίτιδος», που δημοσιεύτηκε στην «Κυπριακή Κυψέλη»[3]. Οι πρωτοποριακές απόψεις που διατυπώνει η Π.Λ. στη μελέτη αυτή για μόρφωση των γυναικών, για συμμετοχή στα κοινά, για ανάδειξή τους στον επαγγελματικό τομέα, είναι αξιοθαύμαστες.
Κατά τη συγγραφέα, λόγω και των συγκυριών, ο άντρας έχει ανάγκη τώρα, περισσότερο από ποτέ, από μια πεφωτισμένη, ισχυρή σύντροφο και συνοδηγό για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στα του οίκου. Επειδή στην Κύπρο οι γυναίκες φαίνεται να ασκούν έντονη επιρροή στους συζύγους τους, είναι ανάγκη να αποκτούν την απαραίτητη μόρφωση και παιδεία, έτσι ώστε να μην τους επηρεάζουν αρνητικά, όντας αμόρφωτες και «αρχοντοχωριάτισσες» ή «πολλοπάϊτες»[4], όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Λοϊζιάς.
Η μόρφωση θα εξασφαλίσει στη γυναίκα τη δυνατότητα να εξασκήσει ένα επάγγελμα «μεστωμένη των θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων» και να είναι αξιοπρεπής. «Δε θα σύρεται υπό του ανδρός εις παννυχίους διασκεδάσεις» και θα εκπληρώνει το καθήκον της ως οικοδέσποινα και ως μητέρα. Η εκπαίδευση θα προσφέρει στις φτωχές νεάνιδες ειδικότερα, πέρα από την επαγγελματική αποκατάσταση και την οικογενειακή, αφού δε θα μένουν ανύπανδρες λόγω έλλειψης προίκας.
Η Λοϊζιάς μένει σε γενικές γραμμές στους παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας[5], αλλά αγωνίζεται να την δει ισότιμη με τον άντρα και σε ρόλους αδιανόητους για την κλειστή κυπριακή κοινωνία της εποχής της. Το αίτημά της για ψήφο στις γυναίκες και συμμετοχή στα κοινά είναι όντως πρωτοποριακό.
Χρέος της γυναίκας είναι να μορφωθεί για να αποκτήσει σταθερό χαρακτήρα, πίστη προς τον εαυτό της και προς τους άλλους. Να γίνει έτσι πολύπειρη και πολυμαθής για να μπορεί να προσφέρει ουσιαστικά στην οικογένεια, στην κοινωνία και στην πατρίδα.
Είναι ανάγκη να ασχοληθεί και η γυναίκα με τα σημαντικά ζητήματα της παιδείας και της πατρίδας. Είναι αδιανόητο, τονίζει η Λοϊζιάς, να θεωρείται η συμμετοχή σ’ αυτά ενδεδειγμένη μόνο για τους άντρες. Είναι άδικο να στερείται η γυναίκα του δικαιώματος να συμμετέχει σε λέσχες, σε αναγνωστήρια και σε εκδηλώσεις που προάγουν τα κοινά. Η Κύπρια γυναίκα είναι καταδικασμένη στην αφάνεια κι αυτό η Λοϊζιάς το επικρίνει έντονα.
Οι εμπειρίες της μέσα από ένα σαραντάχρονο αγώνα, της επιτρέπουν να παροτρύνει τις γυναίκες της Κύπρου να ξυπνήσουν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Πιστεύει ότι δε δικαιούται η γυναίκα να επηρεάζεται από τον άντρα στο θέμα της ψήφου και να μην έχει δική της άποψη. Καλεί τους άντρες να αποδεχτούν τις ευρέως διαδεδομένες στην Ελλάδα και την Ευρώπη αντιλήψεις για την ανύψωση της θέσης της γυναίκας, αλλά και τις ομόφυλές της να μην απεμπολούν τα δικαιώματά τους. Για να το πετύχει αυτό, η Κύπρια γυναίκα πρέπει να γίνει «γυνή πεπαιδευμένη».
Δίκαια η Καλλιρόη Παρρέν, σε άρθρο της στην «Εφημερίδα των Κυριών», το Δεκέμβριο του 1900, με τίτλο «Αι Ελληνίδες του ΧΙΧ αιώνα», συγκαταλέγει την Λοϊζιάδα ανάμεσα στις Ελληνίδες που διακρίθηκαν. Η συμπερίληψή της στον κατάλογο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού μάλιστα δεν είχε ακόμα κερδίσει τη διάκριση στην Κυπριακή Έκθεση[6] στην Αθήνα.


Η Π.Λ. είχε την ευκαιρία μέσα από τις σπουδές της, τη γνωριμία της με πρωτοπόρες Ελληνίδες στο χώρο της Εκπαίδευσης από την Αθήνα, τη Σμύρνη και την Κων/πολη, να αξιοποιήσει τις ικανότητές της, να κρίνει, να βλέπει μακριά και να ασπάζεται τις πιο ριζοσπαστικές για την εποχή της απόψεις. Απόψεις που αγωνίστηκε με σθένος να τις προωθήσει και στη μικρή ιδιαίτερή της πατρίδα. Η καταγραφή πτυχών της δράσης της έδειξε ότι η Λοϊζιάς μπορεί να θεωρηθεί μια πρωτοπόρα φεμινίστρια για την Κύπρο. Οι ανησυχίες, οι θέσεις της για τη γυναικεία χειραφέτηση, οι αναζητήσεις, οι προβληματισμοί της απηχούν τις διεκδικήσεις του γυναικείου κινήματος – κυρίως στην Ελλάδα – και επάξια μπορεί να διεκδικήσει τη θέση της στην Ιστορία των γυναικών.


Γυνή και Έρως

"Αν έρως ήρεμος γλυκύς στα σπλάχνα της εισδύσει
και εις εστίαν ευτυχή το κράτος του ιδρύσει,
Ιέρειά του η γυνή μέχρι πνοής υστάτης
το πυρ του άσβεστον τηρεί και μετ΄ αυτού εκπνέει.
Αν όμως ύπουλος αυτός εις τα αισθήματά της
θανατηφόρα αφειδώς τα βέλη του εκχέει,
βράχος εντός της έρημος υψούται η καρδία,
το δάκρυ της ως θάλασσα ογκώνεται αγρία.
Ακοίμητος ο πόθος της, καν καίει στην ψυχήν της,
στα σκότη μόνη εγρηγορεί, αράν δεν εκστομίζει,
αισχύνεται το πάθος της μισεί τον εραστήν της
κι εις κύμα ή εις άβυσσον την ύπαρξιν βυθίζει".

"Ίριδες", Εν Αθήναις 1901.





1. Κούλα Ξηραδάκη, Από τα Αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Παρθεναγωγεία και δασκάλες υπόδουλου Ελληνισμού,
τ. Β΄,Αθήνα 1972, σσ. 105-107.
2. Από το 1887 αγωνιζόταν η Παρρέν για την ίδρυση πρακτικών και επαγγελματικών σχολών. Εφημερίς των Κυριών,
έτος Α΄, αρ. 33, 18- 10- 1887.
3. Πολυξένη Λοϊζιάς, Κυπριακή Κυψέλη 1912-1920,
Λεμεσός, σσ. 92-99.
4. Λοϊζιάς, ό.π. σ. 93.
{Πολλοπάϊτη= πονηρή, πανούργα, ραδιούργα. Κυπριακή διάλεκτος}.
5. Είναι φανερή η επίδραση της Π.Λ. από τις Ελληνίδες παιδαγωγούς που πρωτοστάτησαν στο γυναικείο κίνημα στην πρώιμη φάση του (Κεχαγιά, Λεοντιάς, Παρρέν), οι οποίες δεν αμφισβήτησαν «τη γυναικεία φύση», αλλά εν ονόματί της διεκδικούσαν την άρση του γυναικείου αποκλεισμού.
6. Διάκριση για την ποιητική συλλογή «Ίριδες», 1901.

7 Μαρ 2009

Έτσι τιμά σήμερα η Κύπρια Εκπαιδευτικός την Ημέρα της Γυναίκας!

Σάββατο, 7 Μαρτίου 2009
Πορεία για τη διεκδίκηση της ελπίδας.

ΠΟΡΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ.
ΕΤΣΙ ΤΙΜΑ ΣΗΜΕΡΑ Η ΚΥΠΡΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ
ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ!

2 Μαρ 2009

"Αποχαιρετισμός", Γιάννης Ρίτσος


Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στην κωμόπολη Λύση, της επαρχίας Αμμοχώστου, στις 22 Φεβρουαρίου 1928.Έπεσε στις 3 Μαρτίου 1957, κοντά στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, σε μάχη εναντίον των Άγγλων. Για τον ήρωα ο Γ. Ρίτσος έγραψε την ποιητική σύνθεση "Αποχαιρετισμός".

Στον "Αποχαιρετισμό" ο Γιάννης Ρίτσος παρουσιάζει τον εσωτερικό στοχασμό και την πάλη του ήρωα που οδηγεί στην αυτογνωσία. Ο ήρωας προσπαθεί να αποκαλύψει και να γνωρίσει τον εαυτό του. Μέσα από την κατάκτηση της αυτογνωσίας οδηγείται στην απόφαση της θυσίας συνειδητά και αυτόβουλα. Κι αυτή η απόφαση συνδέεται με την προσήλωση στο υπέρτατο χρέος για αξιοπρέπεια και ελευθερία.Ο ήρωας ολομόναχος βρίσκεται σε μια υπέρτατη στιγμή, ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό του και τον κόσμο. Αυτή η μοναξιά, ωστόσο, καταργείται ολοκληρωτικά, γιατί η ως τη θυσία προσήλωση στο ιδανικό της ελευθερίας ανοίγει μια δίοδο κι ολόκληρος ο κόσμος με τις αξίες του πλημμυρίζει τη σπηλιά. Ο θάνατος εδώ δεν είναι θάνατος αλλά η πιο έντονη και δραματική κατάφαση της ζωής.

Αποχαιρετισμός

Γιάννης Ρίτσος

Εν τάξει αδέρφια. Εδώ δεν είναι ακατόρθωτη η αδερφοσύνη
για μας και για όλους.
Εδώ οι διαφορές βουλιάζουνε σ' ένα χαμόγελο.

........................................................................
Με τούτη την αγάπη, λέω, πως μια μέρα, οι ξύλινοι σταυροί
θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα - ναι, κι ο δικός μου ο σταυρός,
ο καμένος, ο πέτρινος,
με τούτη, λέω, την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε
κείνους που φέρνουν τ' άδικο και σπέρνουνε το μίσος.
Τούτη είναι η εντολή μου -
μ' όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος
σα να μην τόμαθα ποτές ή να το ξέχασα. Γεια σας.

Όλο ετοιμάζουμαι να φύγω. Όλο σας αποχαιρετώ, κι ακόμα στέκω σαν κάτι νάχω να προστέσω ακόμα στον κόσμο.
Σα νάχω να προσφέρω λίγη ακόμα ευτυχία σε σας απ' το μεδούλι μου.
Θυμάμαι -
καλοκαιριάτικο σούρουπο ήταν -
σταμάτησα τ' αμάξι μπροστά σε μια καλύβα. Διψούσα.
Μια μαυροφορεμένη γριά με φίλεψε με το κανάτι δροσερό νερό.
" Φχαριστώ γιαγιά ", της είπα. " Καλή λευτεριά, γιε μου ", αποκρίθηκε.
" Καλή λευτεριά, γιαγιά " της ξανάπα - κι ένιωσα πως της την χρωστάω.
Μου΄βγαλε το κασκέτο και μου σφούγγισε με το χέρι της
το κούτελό μου.( Ξέρετε, κι οι γριές μπορούνε να χαμογελάνε. )
Τη λευτεριά το λοιπόν ο καθένας μας τήνε χρωστάει σ' όλους.
Μια λευτεριά μονάχα για τον ένα δε φελάει σε τίποτα ( αν υπάρχει ).
Τίποτα δεν είναι μήτε για τον ίδιον.
" Άντε γεια σου γιαγιά.
Καλή λευτεριά, το λοιπόν " -
κι έτριψα λίγο τα μάτια μου
- έπεφτε κιόλας γαλανό το θάμπος
της βραδιάς, δεν καλόβλεπα.

Κι όπως τράβηξα πάλι με χαμηλωμένα τα δυο φώτα μου( γιατί
έφεγγε ακόμα )
ένιωθα ν' ανεβαίνω με τ' αμάξι μου,
μαζί κι ο μέγας κάμπος της Μεσαορίας
βαθύς και σιωπηλός, αχνισμένος απ' το αργό φεγγαρόφωτο,
ένιωθα ν' ανεβαίνω ίσα στον ουρανό
κι ένιωσα το φεγγάρι που με χτύπησε κατάστηθα ολόδροσο,
σάμπως χρυσό κωνσταντινάτο,
το φεγγάρι κρεμασμένο μ' ένα σπάγκο απ' το λαιμό μου,
να μου δροσίζει την καρδιά
και λίγο - λίγο να ζεσταίνεται και ν' αχνίζει στον κόρφο μου.

Κι έλεγα μέσα μου :δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς
στην τσέπη,
μήτε το ψωμί και το φιλί, - δε φτάνει.
Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ' την καθημερνή την έγνοια του.
Κι έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει από την έγνοια του για το ψωμί
κι όλο τραβάει πιο πέρα απ' τη σκλαβιά του,
από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα,
απ' το ξεσκλάβωμα της πατρίδας, στο ξεσκλάβωμα του κόσμου,
ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό,
ν' αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του,
ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο.
Έτσι άφησα σ' ένα χαντάκι τ' αμάξι μου.
Πήρα τ' όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό.
Έτσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της
βλέπει ολόισα τον ήλιο.
Το στρογγυλό της στόμιο είναι ο ίδιος ο ήλιος
που θα τον νιώσω πάλι δροσερό,
καθώς θα με περνάνε,( όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι)
- θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο
να μου δροσίζει το καμένο στήθος,
κι έτσι λίγο - λίγο
να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν' αχνίζει στον κόρφο μας.
Γεια σας.
(Απόσπασμα)

1 Μαρ 2009

"Αποκριά", Μίλτος Σαχτούρης

Η αποκριά

Μίλτος Σαχτούρης

Μακριά σ' ένα άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ' ένα άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.

Από τη συλλογή "Με το πρόσωπο στον τοίχο", 1952.Το ποίημα κινείται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες.Η πραγματικότητα της αποκριάς εμπλέκεται με την πραγματικότητα του εμφύλιου πολέμου και της εφιαλτικής εποχής του.