Brooke Shaden |
Εύα
Νεοκλέους «Φθίνουν οι χαρές»
Να ξεθωριάζουν άραγε τα όνειρα;
Αναρωτιέμαι τώρα που παγιδεύτηκα
σε σιωπές επώδυνες
τώρα που τα γιατί φοράνε θλίψη.
Κάποτε είχαν τη γεύση της ελπίδας
κι ήταν οι σιωπές γλυκές,
ένα κομμάτι φως που λαχταρούσα.
Για πότε σκλήρυναν τα όμορφα
φεγγάρια...
πώς να δεχτώ τ’ άλλο τους πρόσωπο;
Για πότε αρχίσανε να φθίνουν οι
χαρές...
Το τίμημα παράταιρης πορείας.
Φοριέται μόνιμα ανάποδα η ζωή
κι εσύ το ξέρεις...
Το πέρασμα από τη γεμάτη υποσχέσεις και
προσδοκίες νεότητα που προσφέρει απλόχερα το αίσθημα της ευδαιμονίας, στην
περίοδο της ωριμότητας, όπου πια η πραγματικότητα της ζωής έρχεται να
περιορίσει δραστικά το εύρος των προσδοκιών, δίνεται από την ποιήτρια μ’ έναν
ιδιαίτερο μονόλογο που καταγράφει τη διαδικασία εκείνη της σταδιακής
συνειδητοποίησης πως ο χρόνος γκρεμίζει μέρα με τη μέρα την επίπλαστη αίσθηση
ότι η ζωή θα είναι πάντοτε ένας φιλόξενος χώρος για τα όνειρα και τις ελπίδες. Ό,τι
έμοιαζε παλιότερα μ’ ένα ταξίδι που θα κρύβει παντού νέες συγκινήσεις και
πλήθος ευκαιριών, αποδεικνύεται πλέον μια επώδυνη διαδρομή συμβιβασμών και
δύσκολων παραδοχών.
Η Εύα Νεοκλέους προσεγγίζει το θέμα της
με μια αίσθηση δισταγμού και απορίας, σαν να μη θέλει κι ίδια να πιστέψει το
πόσο σκληρή μπορεί να φανεί η ζωή∙ οι δισταγμοί της, ωστόσο, αίρονται
αποφασιστικά στο κλείσιμο του ποιήματος με μια διαπίστωση που φανερώνει πως η
ποιήτρια γνωρίζει καλά το αληθινό πρόσωπο της ζωής.
Να ξεθωριάζουν άραγε τα όνειρα;
Αναρωτιέμαι τώρα που παγιδεύτηκα
σε σιωπές επώδυνες
τώρα που τα γιατί φοράνε θλίψη.
Το αρχικό ερώτημα του ποιήματος, που
μένει σκοπίμως αναπάντητο από την ποιήτρια, είναι αυτό που εμπεριέχει το κλειδί
της όλης σύνθεσης, μιας και το πώς θα απαντηθεί διαφέρει από άνθρωπο σε
άνθρωπο, όπως ακριβώς διαφέρει κι η πορεία της ζωής του κάθε ανθρώπου. Οι λίγοι
εκείνοι που θ’ απαντήσουν αρνητικά, είναι πιθανώς οι τυχεροί ή οι αθεράπευτα
αισιόδοξοι, που δεν έχουν λόγο να αισθάνονται απογοητευμένοι ή δεν θέλουν να
δεχτούν πως η ζωή θέτει όρια στη δυνατότητα του ανθρώπου να εκπληρώσει τα
όνειρά του.
Η ποιήτρια, εντούτοις, που έχει
προφανώς αισθανθεί τις απογοητεύσεις της ζωής, είναι ίσως έτοιμη πια να
παραδεχτεί πως τα όνειρα πράγματι ξεθωριάζουν, παραδομένα κι αυτά, όπως κι οι
άνθρωποι που πάλεψαν να τα πραγματώσουν, στις τόσες και τόσες δυσκολίες της
καθημερινότητας και του ανθρώπινου βίου. Είναι, αίφνης, σαν να συναντάμε την
αγαπημένη Μαρίνα του Οδυσσέα Ελύτη, τη Μαρίνα των βράχων, σε μια ηλικία που
βιώνει και αντιλαμβάνεται τον προφητικό λόγο του ποιητή:
«Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και
αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη
χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.»
Η ποιήτρια, όπως κι η Μαρίνα του άλλου
ποιήματος, εγκλωβισμένη σε σιωπές που της προκαλούν πόνο, απομένει πια δίχως
χτες και αύριο, υπό την έννοια πως από τη στιγμή που περνά η ηλικία της
εφηβικής νεότητας -η ηλικία των άπειρων δυνατοτήτων-, δεν υπάρχει πλέον αύριο,
δεν υπάρχει, δηλαδή, όλη αυτή η πληθώρα επιλογών και αμέτρητων προοπτικών για
το ποια θα είναι τελικά η υπόσταση κι η πορεία της∙ και το χτες, όσα πέρασαν (όσα
έμειναν αναξιοποίητα) δε έχουν πια σημασία.
Τώρα πια, τα γιατί, οι κάποτε γεμάτες εύθυμη
διάθεση και δυναμισμό νεανικές απορίες, φοράνε θλίψη∙ τώρα πια δεν υπάρχει η
ζωτική επιθυμία για την ανακάλυψη των μυστηρίων της ζωής. Τώρα το κάθε γιατί,
είναι κι ένα ακόμη επώδυνο ερώτημα απέναντι στις διαψεύσεις και τις
απογοητεύσεις που φέρνει το πέρασμα του χρόνου.
Κάποτε είχαν τη γεύση της ελπίδας
κι ήταν οι σιωπές γλυκές,
ένα κομμάτι φως που λαχταρούσα.
Κάποτε τα γιατί, οι απορίες για το πώς
της ζωής, είχαν τη γεύση της ελπίδας, αφού η νεότητα φρόντιζε να φωτίζει καθετί
με την ευδαιμονία της προσδοκίας και την υπόσχεση συνεχούς χαράς. Έτσι, κι οι
σιωπές απέναντι σ’ αυτά τα γιατί ήταν γλυκές, μιας κι η αναμενόμενη απάντηση
έμοιαζε μ’ ένα υπέροχο φως που θ’ αποκάλυπτε νέες πηγές απόλαυσης κι ευτυχίας.
Η αντίθεση ανάμεσα στο τότε και στο
τώρα επώδυνα δραματική, καθώς τώρα οι σιωπές στα γιατί της ποιήτριας∙ οι
απαντήσεις που δεν έρχονται, προκαλούν πόνο και θλίψη, αφού υποδηλώνουν μιαν
ακόμη διάψευση.
Για πότε σκλήρυναν τα όμορφα
φεγγάρια...
πώς να δεχτώ τ’ άλλο τους πρόσωπο;
Για πότε αρχίσανε να φθίνουν οι
χαρές...
Τα όμορφα φεγγάρια που κάποτε
αποτελούσαν αφορμή ονειροπόλησης και χαροποιού ρεμβασμού, δεν έχουν πια τη
θερμή εικόνα της νεότητας∙ δεν έχουν πια την υποσχετική μορφή της ελπίδας. Το
πρόσωπό τους έχει σκληρύνει∙ έχει λάβει πια τη μορφή της άτεγκτης πραγματικότητας
που δεν αφήνει περιθώρια για χίμαιρες κι αβάσιμες προσδοκίες. Πρόκειται για μια
αλλαγή, εντούτοις, που μοιάζει να έγινε απροσδόκητα, χωρίς να δώσει ικανές
ενδείξεις για τον ερχομό της, φέρνοντας το ποιητικό υποκείμενο αντιμέτωπο με
την ανάγκη μιας οδυνηρής συνειδητοποίησης. Οι χαρές που κάποτε αποτελούσαν το
κυρίαρχο συναίσθημα της ζωής, άρχισαν σταδιακά να μειώνονται, να φθίνουν,
δίνοντας τη θέση τους στην απογοήτευση και τη θλίψη.
Το τίμημα παράταιρης πορείας.
Φοριέται μόνιμα ανάποδα η ζωή
κι εσύ το ξέρεις...
Η απατηλή εντύπωση της νεότητας πως
μπορεί ο καθένας να ακολουθήσει τη δική του πορεία, αψηφώντας τυχόν συμβάσεις
και κοινωνικώς επιτασσόμενες επιλογές∙ η εντύπωση πως μπορεί κανείς να
παρεκκλίνει από τα συνήθη και να πάρει, χωρίς κόστος, όποια ρίσκα θέλει,
βρίσκει πλέον την οδυνηρή της διάψευση. Όσοι ακολούθησαν τη δική τους παράταιρη
πορεία, συνειδητοποιούν πλέον πως δεν έχουν να περιμένουν καμία επιβράβευση ή
δικαίωση γι’ αυτό τους το τόλμημα. Αντιθέτως, είναι αναγκασμένοι να ζήσουν με
το τίμημα της επιλογής τους και να παλεύουν με τις αδιάκοπες αντιξοότητες μιας πορείας
που κινείται αντίθετα στο ρεύμα. Ό,τι και όποιος αψηφά την προδιαγεγραμμένη
πορεία, ανακαλύπτει ξαφνικά πως η ζωή του επιφυλάσσει αλλεπάλληλες δοκιμασίες.
Κι αυτό είναι κάτι που «εσύ» το ξέρεις,
δηλώνει η ποιήτρια, αφήνοντας αυτό το εσύ να κινείται αμφίρροπα ανάμεσα στον
εαυτό της και στον υποψιασμένο αναγνώστη, που αναγνωρίζει τη δική του ζωή σ’
αυτή την επίπονη παράταιρη πορεία.
[Εύα Νεοκλέους, Σημάδια για το δρόμο, Εκδόσεις Ακτίς, 2015]