Φωτογραφία:Γιάννης Μπεχράκης(από tvxs) |
Ρίζες μετέωρες
του Άριστου Τσιάρτα«Υπομονή ρε, η αίτηση σου εξετάζεται», τον διαβεβαιώνει ξερά και εκνευρισμένα ο υπάλληλος του Ασύλου στο τηλέφωνο. Ίδια και απαράλλακτη απάντηση για βδομάδες και μήνες. Πάει να βρίσει ή να βλαστημήσει. Μόλις που κρατιέται. Ίσα που προλαβαίνει κι αλλάζει ρότα. Κλείνει με απανωτά και άχαρα «ευχαριστώ κύριε». Μέσα του όμως μένει μια πικρή γεύση, ίδια με την απογοήτευση του σκύλου που δεν πήρε το κόκκαλο με το λίπος. Στέγνωσε πια το κορμί και η ψυχή του περιμένοντας το χαρτί του πρόσφυγα.
Βυθίζεται πάλι στην ετοιμόρροπη ψάθινη καρέκλα στο κάτω άκρο του προσφυγικού οικισμού, δίπλα από ένα άνυδρο καλαμιώνα. Το ραδιοφωνάκι του τρεμοπαίζει αραβική μουσική. Ψάχνει για απαντήσεις και υποσχέσεις για τα παιδιά που τον ρωτάνε κάθε μέρα αν θα φτάσουν σύντομα στον προορισμό τους.
Χοντροκόκαλος, μ’ ένα σαρκώδες πλατύ στόμα, τεράστια χέρια και με βαθιά σκαμμένες παλάμες. Ταλαιπωρημένος και λεκιασμένος από τον καπνό των αμέτρητων τσιγάρων. Xαριεντίζεται μόνο μ’ ένα από τα αρρωστιάρικα γατιά που τεμπελιάζει μισοκοιμισμένο στον ώμο του. Καταφέρνει να διατηρεί ακόμα τα φωτεινά γαλήνια μάτια του, αλλά τώρα τελευταία δεν θυμίζει τίποτα από την εικόνα του παθιασμένου κτηνίατρου της Λατάκειας. Ελάχιστα ενδιαφέρεται πια για τον έξω κόσμο. Ούτε να φάει, ούτε να δουλέψει ούτε να κοιμηθεί. Χαζεύει με τις ώρες την καχεκτική χαρουπιά που βρίσκεται σφηνωμένη στον απέναντι βράχο με τις ρίζες μετέωρες.
Ο Χαλίντ, έτσι τον έχουνε καταχωρημένο στις λίστες, είναι παλιός στον οικισμό. Ναυαγός της περσινής καραβιάς. Για να γλυτώσουν από τον πόλεμο, έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε για το εισιτήριο της ελπίδας για τον ίδιο, τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά. Στη διαδρομή για Σικελία, το πλεούμενο έμεινε μεσοπέλαγα. Έχασαν τον προσανατολισμό. Για ένα μερόνυχτο τους περικύκλωνε η οσμή του θανάτου. Ο ένας πάνω στον άλλο. Παστωμένοι σαν σαρδέλες. Ούτε κατάλαβε πως έσβησαν όλα με μιας. Όταν συνήλθε, ρώτησε και έμαθε για τη Λεμεσό. Τον έπιασε απελπισία. Στο άψε σβήσε τους έδωσαν και υπέγραψαν κάτι χαρτιά και τους μετέφεραν στον προσφυγικό οικισμό, σ’ ένα εγκαταλελειμμένο τουρκοχώρι στη μέση του πουθενά. Φιλοξενούμενοι τους είπαν, πιότερο φυλακισμένοι ένιωθαν παρά μουσαφιραίοι.
Από τότε, παρακολουθεί κάθε πρωί τα μαύρα κοράκια που κάνουν κύκλους πάνω από το κοντινό Σφαγείο της Κοφίνου. Τον πιάνει σύγκρυο όταν αφηνιάζουν και κατεβαίνουν χαμηλότερα, φερμάροντας απειλητικά τα ζώα που στοιβάζονται παραζαλισμένα στις ξύλινες μάντρες πριν σφαχτούν και διοχετευτούν στην αγορά.
«Αράμπικ κόφι;». Μάντεψε την επιθυμία μου. Με ασυντόνιστη περπατησιά, λες και σήκωνε βάρη, δρασκέλισε άτσαλα ένα ξεχειλισμένο κάδο σκουπιδιών και δυο τρία πλαστικά δοχεία με τσακιστές πράσινες ελιές σε αλατόνερο. Τις μάζεψε από τα απέναντι ελιοχώραφα. Θα τις πουλήσει στα καφενεία της περιοχής. Οι ντόπιοι, πρόσφυγες κι αυτοί του 74, σταμάτησαν να μαζεύουν ελιές, τζάμπα κόπος, λένε. Επέστρεψε σύντομα από την κουζίνα με τον καφέ σε πλαστικό ποτήρι. Τον σερβίρει σ ένα σκουριασμένο τενεκέ λαδιού γυρισμένο ανάποδα που του χρησιμεύει σαν αυτοσχέδιο τραπεζάκι. Μου χαμογελά. Ο καφές πικρός. Μένει να με κοιτά μέχρι να τον δοκιμάσω, και τότε μόνο χαμογελά.
Πριν προλάβει ν’ ανάψει ένα ακόμη τσιγάρο, κάτι πνιχτές παιδικές φωνές από το μέσα δωμάτιο διακόπτονται από απεγνωσμένα τσιριχτά. Δεν καταλάβαινες αν είναι από παρακαλετό ή από φοβέρα. «Δεν την αφήνουν να κλείσει μάτι το βράδυ. Τινάζονται κάθιδρα όλο το βράδυ από πυροβολισμούς και σειρήνες. Μπαμπ - μπαμπ. Φωνές. Κλαίνε αναίτια. Μετά ησυχία».
Πίσω από μια μαύρη κουβέρτα, κρεμασμένη σαν κουρτίνα στην είσοδο ξεπροβάλλει ένα αλαφιασμένο αδύνατο πιτσιρίκι με κοντομάνικη φανέλα με στάμπα της Ποδοσφαιρικής Ακαδημίας Χαλκάνωρα Ιδαλίου. Τους τις έφεραν την περασμένη βδομάδα κάτι μεσόκοπες κυρίες. Κρατούσαν κάτι πλαστικές τσάντες σαν βαλίτσες. Είπαν πεντέξι κουβέντες στο πόδι, τις ευχαρίστησαν και αυτές γύρισαν στα σπίτια τους.
Πάει να κάτσει και το μάτι του παίρνει τη γυναίκα του που εμφανίζεται από το μέσα δωμάτιο. Μούδιασε. Έκανε ν’ αποφύγει τη συνάντηση με το βλέμμα της. Μάταια. Τον καρφώνει με μια αγανακτισμένη ματιά που απευθύνεται όχι μόνο σ αυτόν αλλά και σε ό,τι την έφερε και την κρατά εδώ. Η ελπίδα ξεμακραίνει και μοιάζει να πάλλεται από έξαψη και ανημποριά. Μιλά; Παραμιλά; «Εγώ σου τα ‘λεγα». Έπιασε πάλι τον ίδιο μονόλογο. Συσπειρώνεται εντός του. Δεν παριστάνει τον αθώο. Είναι ένοχος; Την κοιτάζει λες και ζητά συγχωροχάρτι. «Μη λες άλλα, μη λες άλλα». Η φωνή του χαμηλώνει, σβήνει. Εκείνη στρέφει αλλού το κεφάλι, τραβάει από τη μια, το αγόρι τεντώνεται από την άλλη, ζητώντας επίμονα να ανηφορίσουν για τον παιχνιδότοπο. Παίρνει μια-δυο ανάσες, πάει να ψελλίσει κάτι. Είναι έτοιμη να κρεπάρει. Σταματά. Σηκώνει και σφίγγει το παιδί στην αγκαλιά και απομακρύνεται.
Ο Χαλίντ χαμηλώνει το βλέμμα. Τα μάτια του θολώνουν. Ξεψυχισμένα και ανέκφραστα πέφτει σαν το σακί στην καρέκλα. Μοιάζει να κάθεται στο εδώλιο. Πάει να πει κάτι, οι λέξεις κολλούν στo σάλιο πριν βγουν από τα χείλη. Κανακεύει πέρα δώθε το γατί ψυχώνοντάς το. Ακούει το γουργουρητό και αυτό του φτάνει.
Έτσι σκυφτό και αποκαμωμένο τον βρίσκει ξανά η ησυχία του σούρουπου. Ανασαίνει βαθιά. Βήχει. Ο αντίλαλος, σαν ταξίδι ανάμεσα στο πριν και στο μετά επιστρέφει από το απέναντι βουνό. Ο βόμβος της νερομηχανής, ξηρός και διαπεραστικός, ηχεί σαν τρένο που απομακρύνεται.
*****
Σημ.Το διήγημα βραβεύτηκε στον 2ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό "Μίμης Σουλιώτης" (Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Ανατολικής Μακεδονίας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου