Το θέμα της υποχρεωτικής διδασκαλίας των Θρησκευτικών και των όσων συζητιούνται στην Ελλάδα, ύστερα και από την παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη, εξακολουθεί να βρίσκεται στην επικαιρότητα.Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο του Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου κ.Σωτηρέλη, απόσπασμα του οποίου παρατίθεται πιο κάτω:
«Τα Θρησκευτικά και το Σύνταγμα»
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
Το τελευταίο διάστημα γίναμε μάρτυρες μιας ακόμη κραυγαλέας κυβερνητικής ανακολουθίας. Το καλοκαίρι εκδόθηκαν δύο εγκύκλιοι, οι οποίες, επικαλούμενες «τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Ανεξάρτητων Αρχών», προέβλεπαν ότι οι μαθητές που δεν επιθυμούν να παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών που διδάσκεται στα σχολεία μας μπορούν με αίτηση των γονέων τους, εφόσον είναι ανήλικοι, να απαλλαγούν από την παρακολούθησή του, χωρίς να δηλώνουν τον ειδικότερο λόγο αυτής τους της επιλογής.
Ακολούθησε ένας καταιγισμός αντιδράσεων από τη «Δεξιά του Κυρίου», με αιχμή του δόρατος την απειλή ότι η κυβέρνηση θα τιμωρηθεί εκλογικά, διότι τόλμησε να αγνοήσει αυτούς που την έφεραν στην εξουσία… Απέναντι σε αυτές τις αντιδράσεις το υπουργείο Παιδείας αρκέστηκε στο να ψελλίσει απολογητικά κάποιες δικαιολογίες για παρανόηση και να τραπεί, ως συνήθως…, σε άτακτη υποχώρηση, εκδίδοντας μια τρίτη εγκύκλιο, η οποία αποτελεί μνημείο σοφιστείας: ενώ υποτίθεται ότι ερμηνεύει τις δύο προηγούμενες, στην ουσία τις αναιρεί πλήρως, διευκρινίζοντας σε μια παρένθεση ότι δικαίωμα απαλλαγής έχουν μόνον οι ετερόθρησκοι και οι ετερόδοξοι…
Το ζήτημα έφθασε στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος, όπως αρμόζει σε μια ανεξάρτητη Αρχή που δεν επηρεάζεται από πελατειακά κριτήρια, επεσήμανε, πρώτον, ότι
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
Το τελευταίο διάστημα γίναμε μάρτυρες μιας ακόμη κραυγαλέας κυβερνητικής ανακολουθίας. Το καλοκαίρι εκδόθηκαν δύο εγκύκλιοι, οι οποίες, επικαλούμενες «τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Ανεξάρτητων Αρχών», προέβλεπαν ότι οι μαθητές που δεν επιθυμούν να παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών που διδάσκεται στα σχολεία μας μπορούν με αίτηση των γονέων τους, εφόσον είναι ανήλικοι, να απαλλαγούν από την παρακολούθησή του, χωρίς να δηλώνουν τον ειδικότερο λόγο αυτής τους της επιλογής.
Ακολούθησε ένας καταιγισμός αντιδράσεων από τη «Δεξιά του Κυρίου», με αιχμή του δόρατος την απειλή ότι η κυβέρνηση θα τιμωρηθεί εκλογικά, διότι τόλμησε να αγνοήσει αυτούς που την έφεραν στην εξουσία… Απέναντι σε αυτές τις αντιδράσεις το υπουργείο Παιδείας αρκέστηκε στο να ψελλίσει απολογητικά κάποιες δικαιολογίες για παρανόηση και να τραπεί, ως συνήθως…, σε άτακτη υποχώρηση, εκδίδοντας μια τρίτη εγκύκλιο, η οποία αποτελεί μνημείο σοφιστείας: ενώ υποτίθεται ότι ερμηνεύει τις δύο προηγούμενες, στην ουσία τις αναιρεί πλήρως, διευκρινίζοντας σε μια παρένθεση ότι δικαίωμα απαλλαγής έχουν μόνον οι ετερόθρησκοι και οι ετερόδοξοι…
Το ζήτημα έφθασε στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος, όπως αρμόζει σε μια ανεξάρτητη Αρχή που δεν επηρεάζεται από πελατειακά κριτήρια, επεσήμανε, πρώτον, ότι
«… λόγω του συγκεκριμένου ομολογιακού χαρακτήρα, τον οποίο έχει το μάθημα αυτό στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα… δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών για λόγους συνείδησης έχουν όλοι οι μαθητές» και, δεύτερον, ότι «η εγκυρότητα της δηλώσεως για απαλλαγή δεν είναι συνταγματικώς θεμιτό να εξαρτάται από οποιασδήποτε μορφής -θετική ή αρνητική - δήλωση θρησκεύματος».
Ο υπουργός Παιδείας με μια ιταμή δήλωση κατηγόρησε τον Συνήγορο ότι «υπερέβη την αρμοδιότητά του» και ότι «κάνει πολιτική», με μόνο επιχείρημα το ότι δεν νοείται απαλλαγή για τους ορθοδόξους από το μάθημα, διότι είναι τάχα «γνωσιολογικό». Τη σκυτάλη πήραν οι Ιεράρχες -μεταξύ των οποίων, δυστυχώς, και ορισμένοι που θεωρούνται ανοιχτόμυαλοι-οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ είπαν ότι αποκαταστάθηκε επιτέλους η συνταγματική τάξη, διότι αυτή δήθεν επιβάλλει το συγκεκριμένο μάθημα των Θρησκευτικών.
Και οι δύο ισχυρισμοί είναι παντελώς αβάσιμοι:
Το μάθημα των Θρησκευτικών παραμένει και σήμερα - παρά τις κάποιες επί μέρους βελτιώσεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου - όχι μόνο ομολογιακό αλλά και βαθύτατα κατηχητικό. Αν μάλιστα ο υπουργός είχε κάνει τον κόπο να διαβάσει μερικά βιβλία Θρησκευτικών δεν θα είχε εκτεθεί τόσο ανεπανόρθωτα. Εξάλλου ο ισχύων νόμος 1566/1985 (ψηφισθείς επί υπουργίας Απ. Κακλαμάνη…) προβλέπει ότι σκοπός της Παιδείας είναι «να διακατέχονται» οι μαθητές από «πίστη προς τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης». Με άλλα λόγια, το μάθημα εντάσσεται στην αποδοκιμαζόμενη πλήρως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λογική του «δογματικού διαποτισμού» της συνείδησης των μαθητών («indoctrination»), καθώς αποβλέπει στην επιβολή συγκεκριμένων θρησκευτικών δοξασιών, και μάλιστα όχι μόνο μαθησιακά αλλά και βιωματικά, με υποχρεωτικό εκκλησιασμό και προσευχή, που αναιρούν από μόνα τους κάθε ψευδαίσθηση περί γνωσιολογικού χαρακτήρα…
Ένα τέτοιο μάθημα των Θρησκευτικών όχι μόνο δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα αλλά, αντίθετα, κονταροχτυπιέται με αυτό.
Ο υπουργός Παιδείας με μια ιταμή δήλωση κατηγόρησε τον Συνήγορο ότι «υπερέβη την αρμοδιότητά του» και ότι «κάνει πολιτική», με μόνο επιχείρημα το ότι δεν νοείται απαλλαγή για τους ορθοδόξους από το μάθημα, διότι είναι τάχα «γνωσιολογικό». Τη σκυτάλη πήραν οι Ιεράρχες -μεταξύ των οποίων, δυστυχώς, και ορισμένοι που θεωρούνται ανοιχτόμυαλοι-οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ είπαν ότι αποκαταστάθηκε επιτέλους η συνταγματική τάξη, διότι αυτή δήθεν επιβάλλει το συγκεκριμένο μάθημα των Θρησκευτικών.
Και οι δύο ισχυρισμοί είναι παντελώς αβάσιμοι:
Το μάθημα των Θρησκευτικών παραμένει και σήμερα - παρά τις κάποιες επί μέρους βελτιώσεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου - όχι μόνο ομολογιακό αλλά και βαθύτατα κατηχητικό. Αν μάλιστα ο υπουργός είχε κάνει τον κόπο να διαβάσει μερικά βιβλία Θρησκευτικών δεν θα είχε εκτεθεί τόσο ανεπανόρθωτα. Εξάλλου ο ισχύων νόμος 1566/1985 (ψηφισθείς επί υπουργίας Απ. Κακλαμάνη…) προβλέπει ότι σκοπός της Παιδείας είναι «να διακατέχονται» οι μαθητές από «πίστη προς τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης». Με άλλα λόγια, το μάθημα εντάσσεται στην αποδοκιμαζόμενη πλήρως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λογική του «δογματικού διαποτισμού» της συνείδησης των μαθητών («indoctrination»), καθώς αποβλέπει στην επιβολή συγκεκριμένων θρησκευτικών δοξασιών, και μάλιστα όχι μόνο μαθησιακά αλλά και βιωματικά, με υποχρεωτικό εκκλησιασμό και προσευχή, που αναιρούν από μόνα τους κάθε ψευδαίσθηση περί γνωσιολογικού χαρακτήρα…
Ένα τέτοιο μάθημα των Θρησκευτικών όχι μόνο δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα αλλά, αντίθετα, κονταροχτυπιέται με αυτό.
Και τούτο διότι το άρθρο 16 Σ δεν επανέλαβε τις μετεμφυλιακές ψυχώσεις του προηγούμενου (Σ 1952) περί «ελληνοχριστιανικών ιδεωδών», αρκούμενο απλώς να περιλάβει μεταξύ των σκοπών της Παιδείας την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης».
Τι είναι όμως θρησκευτική συνείδηση; Όπως έχει διδάξει ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης, είναι το ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου για το Θείο, που μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει «ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης»;
Πρώτα και πάνω απ’ όλα σημαίνει ελεύθερη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης για όλους τους μαθητές, δηλαδή και για τους λόγω νηπιοβαπτισμού - και άρα όχι κατ' επιλογήν τους - ορθοδόξους. Αυτό επιτάσσει τόσο το άρθρο 5 παρ. 1 Σ, που εγγυάται την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, όσο και το άρθρο 13 παρ. 1 Σ, που κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το ίδιο το άρθρο 16 Σ, που συμπεριλαμβάνει στους σκοπούς της Παιδείας τη «διάπλαση ελεύθερων πολιτών».
Μια τέτοια ανάπτυξη όμως προϋποθέτει ιδίως ότι οι μαθητές θα έχουν από το σχολείο όλα τα απαραίτητα ερεθίσματα ώστε να διαμορφώνουν ανεπηρέαστα τις δικές τους θρησκευτικές ή αθρησκευτικές πεποιθήσεις. Ως εκ τούτου, το προσφορότερο μοντέλο για τη χώρα μας είναι το θρησκειολογικό, όπως ισχύει ιδίως σε χώρες με παρεμφερείς σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας (Αγγλία, σκανδιναβικές χώρες), το οποίο επιφυλάσσομαι να παρουσιάσω ολοκληρωμένα - προς άρσιν ποικίλων παρανοήσεων - σε άλλο σημείωμα, από τις φιλόξενες αυτές στήλες.
Κατ' οικονομίαν, πάντως, μπορεί να γίνει δεκτό και το προαιρετικό μοντέλο, το οποίο ισχύει επίσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και συνδυάζει ένα ομολογιακό μάθημα με τη δυνατότητα απαλλαγής ή/και επιλογής εναλλακτικού μαθήματος, χωρίς καμία δήλωση πίστης. Την αίτηση μάλιστα μπορεί να υποβάλει και ο ίδιος ο μαθητής, όταν έχει τη στοιχειώδη ηλικιακή ωριμότητα (συνήθως πάνω από τα 14).
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που σίγουρα δεν είναι συμβατό με το Σύνταγμα αλλά και με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό είναι το δικό μας μοντέλο υποχρεωτικής κατήχησης, το οποίο δεν ισχύει πλέον σε καμία χώρα της Ευρώπης (τα δε περί του αντιθέτου κατά καιρούς υποστηριζόμενα, από εκπροσώπους της Εκκλησίας, απλώς τους εκθέτουν, διότι δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα ).
Την αυτονόητη αυτή διαπίστωση έκανε και ο Συνήγορος, με τη νηφάλια και εμπεριστατωμένη απάντησή του στον υπερφίαλο υπουργό Παιδείας, αγνοώντας τους μονόπλευρους λεονταρισμούς του και διδάσκοντάς του δημόσιο ήθος, ευπρέπεια και σοβαρότητα...
Πρώτα και πάνω απ’ όλα σημαίνει ελεύθερη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης για όλους τους μαθητές, δηλαδή και για τους λόγω νηπιοβαπτισμού - και άρα όχι κατ' επιλογήν τους - ορθοδόξους. Αυτό επιτάσσει τόσο το άρθρο 5 παρ. 1 Σ, που εγγυάται την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, όσο και το άρθρο 13 παρ. 1 Σ, που κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το ίδιο το άρθρο 16 Σ, που συμπεριλαμβάνει στους σκοπούς της Παιδείας τη «διάπλαση ελεύθερων πολιτών».
Μια τέτοια ανάπτυξη όμως προϋποθέτει ιδίως ότι οι μαθητές θα έχουν από το σχολείο όλα τα απαραίτητα ερεθίσματα ώστε να διαμορφώνουν ανεπηρέαστα τις δικές τους θρησκευτικές ή αθρησκευτικές πεποιθήσεις. Ως εκ τούτου, το προσφορότερο μοντέλο για τη χώρα μας είναι το θρησκειολογικό, όπως ισχύει ιδίως σε χώρες με παρεμφερείς σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας (Αγγλία, σκανδιναβικές χώρες), το οποίο επιφυλάσσομαι να παρουσιάσω ολοκληρωμένα - προς άρσιν ποικίλων παρανοήσεων - σε άλλο σημείωμα, από τις φιλόξενες αυτές στήλες.
Κατ' οικονομίαν, πάντως, μπορεί να γίνει δεκτό και το προαιρετικό μοντέλο, το οποίο ισχύει επίσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και συνδυάζει ένα ομολογιακό μάθημα με τη δυνατότητα απαλλαγής ή/και επιλογής εναλλακτικού μαθήματος, χωρίς καμία δήλωση πίστης. Την αίτηση μάλιστα μπορεί να υποβάλει και ο ίδιος ο μαθητής, όταν έχει τη στοιχειώδη ηλικιακή ωριμότητα (συνήθως πάνω από τα 14).
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που σίγουρα δεν είναι συμβατό με το Σύνταγμα αλλά και με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό είναι το δικό μας μοντέλο υποχρεωτικής κατήχησης, το οποίο δεν ισχύει πλέον σε καμία χώρα της Ευρώπης (τα δε περί του αντιθέτου κατά καιρούς υποστηριζόμενα, από εκπροσώπους της Εκκλησίας, απλώς τους εκθέτουν, διότι δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα ).
Την αυτονόητη αυτή διαπίστωση έκανε και ο Συνήγορος, με τη νηφάλια και εμπεριστατωμένη απάντησή του στον υπερφίαλο υπουργό Παιδείας, αγνοώντας τους μονόπλευρους λεονταρισμούς του και διδάσκοντάς του δημόσιο ήθος, ευπρέπεια και σοβαρότητα...
Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΤΟ ΒΗΜΑ,http:///tovima.dolnet.gr/,30 Νοεμβρίου 2008
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΤΟ ΒΗΜΑ,http:///tovima.dolnet.gr/,30 Νοεμβρίου 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου