1 Νοε 2008

"Ιστορία και Ιστορικοί"-Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη(31/10/2008)


Ξεπερνώντας τον ανθρωποκεντρισμό στις ιστορικές σπουδές

Της Εύας Ντομάνσκα*
Πρώτα απ' όλα, θα ήθελα να τονίσω ότι η πρόθεσή μου δεν είναι η οικοδόμηση ενός μη ανθρωποκεντρικού Παραδείγματος της γνώσης. Εκκινώντας από το θεωρητικό ενδιαφέρον μου για τη συγκριτική θεωρία των επιστημών του ανθρώπου, επιχειρώ να εξετάσω ορισμένες αλλαγές και μεταστροφές στις σύγχρονες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Υπάρχει ένα αναπτυσσόμενο ενδιαφέρον για τα μη ανθρώπινα όντα, το οποίο το εντάσσω και το εξετάζω μέσα σε ένα νέο πεδίο που αναδύεται, το πεδίο των μη ανθρωποκεντρικών ανθρωπιστικών σπουδών. Και θέλω, εξαρχής, να επισημάνω ότι το αναδυόμενο αυτό Παράδειγμα των μη ανθρωποκεντρικών ανθρωπιστικών επιστημών δεν είναι ομοιογενές: υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε ιδέες οι οποίες προέρχονται, λόγου χάριν, από την τεχνοεπιστήμη, την οικοφιλοσοφία ή την τέχνη (βιο-τέχνη). Και θα ήθελα να διευκρινίσω ότι με τον όρο ανθρωποκεντρισμός εννοώ την άποψη που παρουσιάζει τους ανθρώπους ως το κέντρο του κόσμου, ως κύριους της φύσης η οποία υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανάγκες μας, ως το είδος που υπερτερεί σε σχέση με τα άλλα όντα. Ένα μη ανθρωποκεντρικό παράδειγμα επιχειρεί να μετακινήσει τον φακό από τον άνθρωπο και να τον εστιάσει στα μη ανθρώπινα όντα, ως ισάξια αντικείμενα της έρευνας. Συνοψίζω την προσέγγισή μου σε τρία σημεία:α) Η θεωρία βρίσκεται ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα, σήμερα, στα πεδία της τεχνολογίας, της γενετικής μηχανικής, της νανοτεχνολογίας κ.ά.· ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, οφείλει να συγχρονιστεί με μια σειρά φαινόμενα που παράγει η τεχνολογία. Επομένως, πρέπει να δούμε το εγχείρημα της θεμελίωσης μη ανθρωποκεντρικών ανθρωπιστικών επιστημών ως μια απόπειρα να οικοδομηθεί ένα Παράδειγμα γνώσης ικανό να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει τις αλλαγές στον σύγχρονο κόσμο.β) Πώς μπορούμε να θεμελιώσουμε μια τέτοια μη ανθρωποκεντρική προσέγγιση; Και ποια μπορεί να είναι η ισχύς μιας τέτοιας γνώσης; Με άλλα λόγια, τι χρειαζόμαστε αυτό το μη ανθρωποκεντρικό Παράδειγμα; Ο Πολωνός φιλόσοφος Henryk Skolimowski, ο οποίος εισήγαγε κατά τη δεκαετία του 1970 την έννοια της οικοφιλοσοφίας, αμφισβήτησε κατά πόσον η επιστημονική γνώση (και λέγοντας επιστημονική εννοεί τη γνώση που βασίζεται στη Φυσική) έχει κάποια αξία για την επιβίωσή μας. «Η γνώση μας», έγραφε ήδη -ας μην το ξεχνάμε αυτό- το 1974, «αποτελεί ένα θαυμάσιο εργαλείο που βοηθάει τα είδη στη διαδικασία της επιβίωσης». Ετσι, η γνώση πρέπει να εξελιχθεί και να αλλάξει, σε συνδυασμό με την εξέλιξη των ειδών και σύμφωνα με τις γνωσιακές ανάγκες του ανθρώπινου είδους. Ο Skolimowski επισήμανε ότι, προκειμένου να επιβιώσει το ανθρώπινο είδος, δεν χρειαζόμαστε αφηρημένες γνώσεις, αλλά γνώσεις που συμβάλλουν στην επιβίωσή του, και αναρωτιόταν γιατί η γνώση έχει σταματήσει να υπηρετεί αυτό τον σκοπό. Θεωρώ ότι η παρατήρηση είναι αρκούντως βάσιμη. Πράγματι, εάν αναλογιστούμε τον όγκο των δημοσιευμάτων για το Ολοκαύτωμα, είναι εντυπωσιακό ότι η παραγόμενη γνώση απέτυχε να αποτρέψει τα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία ή τη γενοκτονία στη Ρουάντα. Ετσι, στο ερώτημα τι είδους ανθρωπιστικές επιστήμες χρειαζόμαστε σήμερα, θα απαντούσα: Εκείνο το είδος γνώσης και συνείδησης, εκείνο το είδος ανθρωπιστικών επιστημών που συντείνει στη διαφύλαξη και τη διαιώνιση του είδους. γ) Εντός του ανθρωποκεντρικού Παραδείγματος, που θεμελιώνεται στην αξία της επιβίωσης, έχει διατυπωθεί (λ.χ. από τον Skolimowski) η ανάγκη να αναπτυχθεί μια οπτική συμπάθειας. Η οπτική αυτή ζητεί να μελετήσουμε και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τους ζωντανούς οργανισμούς, από την αμοιβάδα μέχρι τον Homo symbolicus, με τους δικούς τους όρους, όρους οι οποίοι αντιστοιχούν και νοηματοδοτούν τη ζωή και τις αξίες τους, και όχι με τους όρους μιας αντικειμενικοποιημένης επιστήμης, η οποία είναι ισοδύναμη προς την υποβολή ζωντανών οργανισμών στη μικροσκοπική διερεύνηση και στην κλινική ανάλυση. Το πρόβλημα μιας τέτοιας στάσης συμπάθειας έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα για το ζήτημα το οποίο εξετάζουμε. Μπορούμε να αναπτύξουμε μια στάση συμπάθειας έναντι των ζώων τα οποία είναι προικισμένα με συνείδηση και νιώθουν πόνο, αλλά κατά πόσον μπορούμε να κάνουμε το ίδιο απέναντι σε ένα κατασκευασμένο υλικό αντικείμενο; Σκοπός μιας τέτοιας προσέγγισης δεν είναι να εκδιώξει τον άνθρωπο από την επιστήμη, αλλά να υπερβεί την ανθρωπιστική οπτική, που αντιμετωπίζει το άτομο ως μέτρο των πάντων και επίκεντρο της έρευνας, αναπτύσσοντας ένα πρόγραμμα των μη ανθρωποκεντρικών ανθρωπιστικών σπουδών. Σε μερικούς μελετητές αυτός καθεαυτόν ο όρος μπορεί να φανεί παράδοξος και αμφισβητήσιμος, μια ασυνάρτητη επίθεση ενάντια στη σύλληψη των ανθρωπιστικών πεδίων ως επιστημονικού πεδίου. Εντούτοις, ας μην ξεχνάμε ότι η διεπιστημονική τεχνοεπιστήμη (η οποία θεωρεί ότι ο άνθρωπος συνίσταται από πράγματα και χάριν αυτών ερευνά τις διαφορές ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο, στη μετατροπή τους σε αντικείμενα και την αλλοτρίωσή τους) προσφέρει μια αξιοσημείωτη εναλλακτική πρόταση στην κλασική μελέτη των διαφορών μεταξύ των ανθρώπων που έχουν ακολουθήσει η Ιστορία, η Ανθρωπολογία και η Κοινωνιολογία. Μέσα σε αυτό το συμβατικό πλαίσιο της ανθρωπιστικής έρευνας, ακόμη και το να θέσουμε απλώς το πρόβλημα του μη ανθρώπινου υποκειμένου συνιστά μια πρόκληση στην ανθρωποκεντρική θέση - κι αυτό μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για το σταμάτημα της ανθρωπογενετικής ή ανθρωπολογικής μηχανής, για να χρησιμοποιήσω τους όρους του Giorgio Agamben. Οι νέες ανθρωπιστικές σπουδές επεκτείνουν, ολοένα και πιο συχνά, το πεδίο των συζητήσεών τους αναφορικά με την ταυτότητα, την ετερότητα και τον αποκλεισμό, προκειμένου να καλύψουν τις μη ανθρώπινες οντότητες: ζώα, φυτά και πράγματα. Ο Άλλος γίνεται κατανοητός όχι μόνον ως κάποιος που ανήκει σε διαφορετική φυλή ή τάξη, που έχει διαφορετική σεξουαλικότητα ή θρήσκευμα, αλλά και ως κάποιος ή κάτι που ανήκει σε διαφορετικό είδος ή έχει διαφορετική οργανική υπόσταση (λ.χ. κάτι ανόργανο). Μελετώντας διαφορετικές μορφές της υποκειμενικότητας, μπορούμε να σημειώσουμε ότι τα συμβατικά κριτήρια, βασισμένα στην πολιτισμική και κοινωνική αντίληψη του υποκειμένου, και η δυαδική, ιεραρχική σκέψη που λειτουργεί με δίπολα όπως οργανικό/ανόργανο και ανθρώπινο/μη ανθρώπινο, είναι πλέον ανεπαρκή. Ταυτόχρονα, μια «κονστρουκτιβιστική» αντίληψη η οποία θεωρεί τη φυλή, το γένος και άλλες πτυχές της ταυτότητας ως προϊόντα του πολιτισμού, περιορίζει την εμβέλεια της ανθρωπιστικής έρευνας. Το ενδιαφέρον για τα πράγματα και τα ζώα και ο αντίστοιχος αναπροσανατολισμός των σπουδών δεν αποτελούν διανοητικό καπρίτσιο ή μια πομπώδη διακήρυξη για το ρηξικέλευθο της γνωσιακής περιέργειας των επιστημόνων. Αντιθέτως, είναι αποτέλεσμα της αναπτυσσόμενης πεποίθησης ότι οι υφιστάμενοι τρόποι με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο είναι ανεπαρκείς για να παρακολουθήσουν τις αλλαγές που επιτελούνται από τη γενετική μηχανική, τις μεταμοσχεύσεις, την ψυχοφαρμακολογία ή τη νανοτεχνολογία. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπτρίζονται στη μελέτη διαφόρων νέων αφηγηματικών απεικονίσεων της υποκειμενικότητας, όπως το cyborg, ο κλώνος, το πράγμα ως φορέας υποκειμενικότητας, το ζώο, το τέρας, το μεταλλαγμένο (γενετικά παραποιημένος άνθρωπος ή ζώο), ο τρομοκράτης (ειδικά η μουσουλμάνα γυναίκα καμικάζι), ο desaparecido, τα αντιπροσωπευτικά δείγματα από ποικίλες μειονότητες (queer , τρανσέξουαλ, άνθρωποι από διάφορες εθνότητες και άτομα με αναπηρίες). Η πρωτοπορία καθορίζεται από αυτές τις υποκειμενικότητες, οι οποίες τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι αυτές που διαφοροποιούνται ριζικότερα από το παραδοσιακό υποκείμενο, τον τυποποιημένο «λευκό, άρρενα, μεσοαστό Ευρωπαίο». Και είναι ενδιαφέρον ότι οι, μέχρι πρόσφατα, αντιπρόσωποι άλλων πολιτισμών και οι διάφορες μειονότητες, οι οποίες είχαν αντιμετωπιστεί ως κλασικά παραδείγματα της ετερότητας, σήμερα έχουν αντικατασταθεί από μορφές τεράτων, ζώων, πραγμάτων, κλώνων και cyborg.Αυτές οι αλλαγές δημιουργούν την ανάγκη για νέα ερευνητικά ερωτήματα, νέες μεθόδους και θεωρίες, νέες ορολογίες, που θα μας βοηθήσουν να θέσουμε το πρόβλημα των πραγμάτων σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει μια «κονστρουκτιβιστική» αντίληψη, τη σημειωτική ή την ανάλυση λόγου. Μια πιο ριζική αλλαγή στη μελέτη των πραγμάτων μπορεί να έλθει από γνωστικά πεδία εκτός των ανθρωπιστικών επιστημών, όπως η τεχνοεπιστήμη (βλ. τις θεωρίες της Donna Haraway, του Bruno Latour και του Andy Pickering). Τι έχουν να πουν οι κλασικές ανθρωπιστικές επιστήμες σχετικά με τέτοια είδη υποκειμενικότητας, όπως ένα άτομο με βιοτρονικές μεταμοσχεύσεις άκρων (όπως η πασίγνωστη περίπτωση του Οσκαρ Πιστόριους, ο οποίος απέκτησε προσθετικά πόδια, έσπασε ρεκόρ στους αγώνες ταχύτητας και δεν έγινε αποδεκτή η συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες εξαιτίας των υπεράνθρωπων δυνατοτήτων του), κάποιος με μεταμοσχευμένη καρδιά χοίρου ή ένα συνθετικό διαμάντι φτιαγμένο από ανθρώπινες τέφρες; Πώς θα έπρεπε να συλλάβουμε τα υβριδικά, χιμαιρικά υποκείμενα, τα οποία δεν μπορούν να οριστούν με βάση τη συνηθισμένη τριάδα κριτηρίων («φυλή, τάξη, φύλο») των νέων ανθρωπιστικών σπουδών ούτε με βάση τη δυαδική διάκριση ανάμεσα σε οργανικό/ μη οργανικό και ανθρώπινο/μη ανθρώπινο; Ενώ διαρκώς διαπιστώνουμε την εμφάνιση πραγματικών υποκειμένων τα οποία δεν ανταποκρίνονται στους οικείους τόπους, οι επιστήμες του ανθρώπου δεν διαθέτουν τα κατάλληλα θεωρητικά εργαλεία για να τα περιγράψουν και δεν μπορούν να τα εννοιοποιήσουν αρκετά γρήγορα. Φυσικά, μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι όλα αυτά τα φαινόμενα είναι ακόμα οριακά και απομονωμένα. Ωστόσο, εάν θεωρήσουμε τη συζήτηση για τα πράγματα ευκαιρία για να στοχαστούμε τους μελλοντικούς προσανατολισμούς των επιστημών του ανθρώπου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτές οι ακραίες υποκειμενικότητες προεικονίζουν ένα μέλλον που οι ανθρώπινες επιστήμες δεν πρέπει να αγνοήσουν.
* Η Εύα Ντομάνσκα είναι καθηγήτρια της Θεωρίας της Ιστορίας και της Ιστορίας της ιστοριογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Adam Mickiewicz, στο Πόζναν της Πολωνίας.
Μετάφραση: Βαγγέλης Καραμανωλάκης
Πηγή:Ελευθεροτυπία,ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/10/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: