Τάσος Λειβαδίτης(1922-1988)
Άλλη μια ανάρτηση αφιερωμένη στον ποιητή, με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι τριών χρόνων από το θάνατό του.
Ίσως κάτι υποψιαζόταν όταν έγραφε στη συλλογή του "Εγχειρίδιον Ευθανασίας":
Κι εγώ χρειάζομαι τη βοήθεια του Θεού
- Κύριε,βοήθησέ με,του λέω,χάνομαι.
- Μα αυτή είναι η βοήθειά μου-να χαθείς...
Για να σε ψάχνουν στους αιώνες!
*****
Ένα μικρό αφιέρωμά μας(όχι το μοναδικό) ήταν αυτό: Τάσος Λειβαδίτης,με αφορμή την επέτειο γέννησής του...
Πολλά και αξιόλογα τα αφιερώματα.Κι αυτά συνεχώς πληθαίνουν,καθώς με το πέρασμα του χρόνου,ο Λειβαδίτης έρχεται ολοένα και πιο κοντά μας.
"Μπορεί η ποίηση να μετράει τις γενιές της ήττας τη μια πάνω στην άλλη, η ίδια όμως δεν ηττάται, εκτός και αν θεωρήσουμε τεκμήριο συντριβής της τις πωλήσεις, για τη σχετική αξία των οποίων ωστόσο μιλήσαμε λίγο πριν. Στα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, λοιπόν, έχουν πληθύνει οι ανατυπώσεις έργων του, οι μελέτες και οι διδακτορικές διατριβές, οι ανθολογήσεις, οι κριτικές προσεγγίσεις και αναψηλαφήσεις, οι αφιερωματικές εκδηλώσεις. Στόχος, η εκ νέου υπόδειξη και ανάδειξη μιας φωνής που καλλιέργησε και πιστοποίησε την ιδιοτυπία της μολονότι είχε να συγκριθεί στον καιρό της «στράτευσης» με τον δεσπόζοντα όγκο του Γιάννη Ρίτσου, ενώ στον καιρό της στάχτης και του κριτικού αναστοχασμού (όταν πια στο ερώτημα «Κι εγώ ποιος ήμουν;» είχε παγιωθεί η απάντηση «ένας πρίγκιπας του τίποτα, ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα», απάντηση που ανακοινώθηκε με τα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου», τη συλλογή που εκδόθηκε μεταθανάτια, το 1990) είχε να μετρηθεί με τον καίριο τρόπο του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Άρη Αλεξάνδρου.
Γράφοντας εδώ τον Δεκέμβριο του 1990 γι’ αυτήν τη μετά θάνατον παρουσία του ποιητή και λοξοκοιτάζοντας τις γραμματολογικές διχοτομήσεις σε επικό/ελεγειακό Λειβαδίτη, αισιόδοξο /απογοητευμένο, πιστό/δύσπιστο, συντροφικό/μοναχικό, ρεαλιστή/μεταφυσικό, ομιλητικότατο/λιγόλογο, σημείωνα το αυτονόητο, έτσι πιστεύω, ότι δηλαδή «ο λόγος των ανθρώπων δεν τους παραδίδεται εξ αρχής ατόφιος και οριστικός» και ότι «ο Λειβαδίτης μεγάλωσε μες στη γραφή του και μες στην αγρύπνια του». Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μία ή δύο ή τρεις αντίδικες και αλληλοαναιρούμενες φωνές, αλλά με έναν κενταυρικό πολίτη - λογοτέχνη που όντας εντός της ιστορίας τη στιγμή που αυτή συντελείται, και μάλιστα σε κρισιμότατα επεισόδιά της, εξελίσσεται, ανακαλύπτει, επινοεί, συντονίζεται: γίνεται ποιητής, και γίνεται διαρκώς, μη αρκούμενος σε κάποια άνωθεν ή έξωθεν δωρεά".
***** Γράφοντας εδώ τον Δεκέμβριο του 1990 γι’ αυτήν τη μετά θάνατον παρουσία του ποιητή και λοξοκοιτάζοντας τις γραμματολογικές διχοτομήσεις σε επικό/ελεγειακό Λειβαδίτη, αισιόδοξο /απογοητευμένο, πιστό/δύσπιστο, συντροφικό/μοναχικό, ρεαλιστή/μεταφυσικό, ομιλητικότατο/λιγόλογο, σημείωνα το αυτονόητο, έτσι πιστεύω, ότι δηλαδή «ο λόγος των ανθρώπων δεν τους παραδίδεται εξ αρχής ατόφιος και οριστικός» και ότι «ο Λειβαδίτης μεγάλωσε μες στη γραφή του και μες στην αγρύπνια του». Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μία ή δύο ή τρεις αντίδικες και αλληλοαναιρούμενες φωνές, αλλά με έναν κενταυρικό πολίτη - λογοτέχνη που όντας εντός της ιστορίας τη στιγμή που αυτή συντελείται, και μάλιστα σε κρισιμότατα επεισόδιά της, εξελίσσεται, ανακαλύπτει, επινοεί, συντονίζεται: γίνεται ποιητής, και γίνεται διαρκώς, μη αρκούμενος σε κάποια άνωθεν ή έξωθεν δωρεά".
"Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος"
"Η δίκη"
****
Αλλά τα βράδια
Τάσος Λειβαδίτης
Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου' ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δωσ’ μου το χέρι σου...
Δωσ’ μου το χέρι σου
Φυσάει
Τραγούδι:Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
****
Δωρεά
Γιατί τα χέρια σου ήταν πάντα πρόθυμα,θα σε ξανα-
συναντήσω μες στ' όνειρο.
Γιατί έκλαψες για πράγματα παραμελημένα,θα' χεις
πάντα μια θέση στον ουρανό.
Γιατί δε ρώτησες ποτέ,ένα πουλί θα σου φ'ερει την
απόκριση.*****
5 σχόλια:
"Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα"
....
"κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο..."
...
Ενδιαφέρον!!
O Tάσος Λειβαδίτης υπήρξε εξαίρετος. Και ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ!
Ο Λειβαδίτης της ιδεολογικής στράτευσης, της επανάστασης. Αλλά και ο Λειβαδίτης του εσωτερικού διχασμού, της κρίσης και αναζήτησης ταυτότητας, της ελευθερίας.
Καλή συνέχεια Εύα...
Δημοσίευση σχολίου