7 Απρ 2025

"Ήταν κάποτε ένας Γιάννης",Εύα Νεοκλέους

frear.gr

 Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ στις 2 Απριλίου 2025

Φωτογραφία: ©Cezar Niculescu.

Θερμές ευχαριστίες στο frear.gr για την ανάρτηση!

https://frear.gr/?p=37043

 Αναδημοσίευση του διηγήματος:

Ήμουν στο τέταρτον έτος, εκόντευκα να τελειώσω τες σπουδές μου στην Αθήνα τζιαι στην Κύπρον πρώτη φοράν ήρτα για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Τα αεροπορικά εισιτήρια ήταν πολλά πιο ακριβά για να έπαιρνα αεροπλάνο μες στον σιειμώναν, ενώ το ταξίδι με το πλοίο, το καλοτζιαίριν, ήταν ό,τι έπρεπε. Τούτην τη φοράν όμως η μάνα μου αρρώστησε, έμεινε μέρες στο νοσοκομείο μέχρι που εβελτιώθηκεν η υγεία της τζιαι τωρά ανάρρωνε στο σπίτι, στο χωρκόν. Εν εγίνετουν να μεν έρτω να τη δω. Περίτου χρήματα εν της εζήτησα, ήθελα να της κάμω έκπληξη. Είχα κάτι οικονομίες που τότε που εδούλευκα γκαρσόνι σ’  έναν εστιατόριο στο κέντρο τζιαι έτσι εβολεύτηκα. «Πού είσαι μάμα; Ήρτεν ο γιόκκας σου να σε δει.» «Καλώς τον, καλωσόρισες! Μα γιατί εν μου το είπες γιε μου, να σου μαειρέψω το αγαπημένο σου κολοκάσι;»Αγκάλιασέ με σφικτά τζιαι δεν με ξαπόλαν. Που τότε που εχάσαμεν τον πατέρα, εμείναμεν οι δκυο μας τζιαι είχαμε δεθεί ακόμα πιο πολλά. Ήταν λλίον υπερβολική, έτσι όπως έδειχνε την αγάπη της αλλά εν με επείραζεν, εδικαιολογούσα την.

Οι μέρες των γιορτών επεράσαν γλήορα. Είχα πολλά να κάμω, να βοηθήσω στες δουλειές, να δω συγγενείς τζιαι φίλους που είχαμε που το καλοτζιαίριν να βρεθούμε. Επήα τζιαι δκυο τρεις φορές στην πόλη για κάτι εκκρεμότητες με τα περιουσιακά που μάς άφηκεν ο πατέρας. Μα  αφιέρωσα τζιαι πολλύν χρόνον στη μάνα μου, επήρα την στον γιατρό να σιουρευτώ πως ήταν τέλεια καλά, επήρα την να προσκυνήσει την Παναγία σ’ ένα μοναστήρι με καλογριές έξω που το χωρκό μας, άρεσέν της, ήταν με τες χαρές της.

Εξημέρωνε τ’  Άη Γιαννιού τζιαι ήταν η τελευταία νύχτα μου στο πατρικό. Θα εταξίδευκα την επομένη το απόγευμα. Ήταν μια νύχτα άγρια, με ψοφόκρυο, βροντές που ετρυπούσαν τον ουρανό,αστραπές που εφωτίζαν την πλάσην ούλλην,πού να με πιάσει ύπνος. Εθώρουν το ταβάνι τζιαι τα μάθκια μου εγινήκαν όπως τες ππιρίλες.Τζιαι ξαφνικά, όπως που να’ τουν όρομαν, εθάρρυα πως εθώρουν κάτι παράξενες ανθρώπινες φιγούρες να κατεβαίνουν προς το μέρος μου. Άνοιξα καλά τα μάθκια μου. Τζιείνα τα αλλόκοτα εξαϋλωμένα πλάσματα εξαφανίστησαν, τωρά μπροστά που το κρεββάτι μου εστέκετουν ο Γιάννης.

Ο Γιάννης ολόιδιος, όπως τότε που εβρεθήκαμεν για τελευταία φορά. Ο Γιάννης ήταν ο καλλύττερος μου φίλος. Που τότε που είμασταν κοπελλούδκια, φτωχόπαιδα τζι΄ οι δκυο μας, εταιρκάσαμεν στες πελλάρες τζιαι ας μας εχωρίζαν τζιαι πολλά άλλα.

Τζιείνος εν τα’ παιρνε τα γράμματα, είσιε τζι’ από γεννησιμιού του έναν αήπιν  στο δεξί του γόνατο που τον έκαμνεν να κουτσανίσκει λλίον στο παρπάτημα, ήταν τζιαι λλίον παραδκιάνταλος. «Ήρτεν ο κουτσός, βούρα –βούρα ρε μιτσή»  επειράζαν τον οι άλλοι μιτσιοί τζιαι τζιείνος εγελούσε καλοκάγαθα. Δεν άφηνε θέλημα για θέλημα, εκουβαλούσεν ξύλα,  έπαιρνε τα ψουμνίσματα που τον μπακάλη στα γερούθκια, επήαινεν στα χωράφκια για ξιχόρτισμα, άμα του το εζητούσαν,  τζι’ εσυμπαθούσαν τον ούλλοι στο χωρκόν για τες καλοσύνες του. Η αδυναμία του όμως ήταν η μεγάλη καμπάνα της εκκλησιάς μας. Κυριακές, γιορτές, εσπερινούς, μνημόσυνα, βαφτίσια,  ο Γιάννης εβούραν πρώτος τζιαι εφάκκαν το ψηλόν καμπαναρκό. Ήταν δική του δουλειά, ελάλεν, κανέναν άλλον εν άφηνε να κοντέψει. Εβοήθησά τον, όσον ημπόρουν να ξεσκολίσει, μα ούτε κουβέντα να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Εν εξεκόψαμε με τον Γιάννη, έβλεπά τον πιο αραιά, ελάλεν μου όμως τα νέα του. Ερωτεύτηκεν την όμορφη Λένη, την κόρη του παπά τζαι  εξομολοήθηκέ της τον έρωτάν του μιαν ημέρα που εβρεθήκασιν τυχαία έξω στα χωράφκια. «Τζιαι εγιώ αγαπώ σε, Γιαννή μου», είπεν του, μα οι χωρκανοί επεριπαίζαν τους τζιαι ελαλούσαν πως εν εταιρκάζαν οι δκυο τους. «Πόθθεν ως τα πόθθεν ο Γιαννής με τη Λενού; Κοτζιά μου κοπέλα, ίνταλως εδίκλισε να τον δει;»

Ύστερα που λλίον τζιαιρόν ένας φίλος που ήρτεν στην Αθήνα έφερε τα κακά μαντάτα, πως εκρεμάστηκεν ο Γιάννης που το καμπαναρκό τζιαι έκλαψέν τον ούλλον το χωρκόν. «Επήεν να την εζητήσει που τον παπάν, μα τζιείνος  εδκιαολόστειλέν τον, να μεν αντρέπεται άδρωπος του Θεού. Τζιαι να’ ταν μόνον τούτον; Άρπαξεν τζιαι την κοπελλούα που τα βρουλλιά, εκουπάνισέ την  καλά-καλά τζιαι κλείωσέ την μέσ’ την κάμαρήν της. Εν ημπόρεν να το χωνέψει. “μα ένας σακάτης, φτανός, να τολμήσει να ζητήσει τη μοναχοκόρη μου;” Είπασιν ύστερις οι χωρκανοί πως έχασεν τα λογικά της η κορούα, ανακαλιέτουν μέραν νύχταν κλειωμένη μέσ’ την κάμαρή της, ώσπου  επήεν καλογριά στο  μοναστήρι που ήταν κοντά στο χωρκόν ».

Ο Γιάννης εν δαμαί δίπλα μου , χλωμός, αδύναμος, σαν να μεν έσιει σάρκα, μα έτσι όπως με θωρεί, μεινήσκω ξηστικός. «Θέλω μια χάρην που σέναν αδέρφιν. Να πάεις να την έβρεις τζιαι να της μηνύσεις πως εν την εξίχασα τζιαι εν να την καρτερώ.» Ακούω τον χασκιασμένος, κάτι πάω να ψελλίσω, μα εν έσιει κανέναν κοντά μου, ο τζιαιρός εμαλάθκιανεν, ο πελλοαέρας έκατσεν τζι’  αρκίνησεν να χαράζει.

Οι καμπάνες εχτυπούσαν όταν έφτασα στο μοναστήριν τζι’ οι καλογριές ήταν ανάστατες. «Εκαλέσαμεν την άμπουλαν, επήραμεν  την αστυνομία τζιαι καρτερούμεν. Η καημένη η κοπελούα, εν άντεξεν τον γεράν του Γιάννη της, ήβραμέν την τα χαράματα με το σεντόνι θηλειά στον λαιμό της. Επήεν να τον ανταμώσει σήμερα, ανήμερα της γιορτής του». Στο δρόμο της επιστροφής  εθώρουν τη φιγούρα του Γιάννη που τζιει πάνω ψηλά που εχαμογέλαν.

Εύα Νεοκλέους


Γλωσσάρι:

Περίτου: περισσότερα, Ξαπόλαν: άφηνε, Ππιρίλες: μπίλιες, Εθάρρυα: νόμιζα,

Κοπελλούδκια: μικρά αγόρια, Πελλάρες: τρέλες, Παραδκιάνταλος: κακοσούσουμος

Βούρα: τρέξε, Γερούθκια: γεροντάκια, Ίνταλως: πώς, Εδίκλισε: έστρεψε το βλέμμα της

Κοπελλούα: νεαρή κοπέλα, Βρουλλιά: πλεξούδες, Δαμαί: εδώ

Χασκιασμένος: συγχυσμένος, Άμπουλα: ambulance, ασθενοφόρο

 

Σημείωση: Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από το ποίημα «Ήταν κάποτε ένας Γιάννης…» του Παύλου Νιρβάνα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: