Ήμουν στο τέταρτον έτος, εκόντευκα να τελειώσω τες
σπουδές μου στην Αθήνα τζιαι στην Κύπρον πρώτη φοράν ήρτα για τις διακοπές των
Χριστουγέννων. Τα αεροπορικά εισιτήρια ήταν πολλά πιο ακριβά για να έπαιρνα
αεροπλάνο μες στον σιειμώναν, ενώ το ταξίδι με το πλοίο, το καλοτζιαίριν, ήταν
ό,τι έπρεπε. Τούτην τη φοράν όμως η μάνα μου αρρώστησε, έμεινε μέρες στο
νοσοκομείο μέχρι που εβελτιώθηκεν η υγεία της τζιαι τωρά ανάρρωνε στο σπίτι, στο
χωρκόν. Εν εγίνετουν να μεν έρτω να τη δω. Περίτου χρήματα εν της εζήτησα, ήθελα
να της κάμω έκπληξη. Είχα κάτι οικονομίες που τότε που εδούλευκα γκαρσόνι
σ’έναν εστιατόριο στο κέντρο τζιαι έτσι
εβολεύτηκα. «Πού είσαι μάμα; Ήρτεν ο γιόκκας σου να σε δει.» «Καλώς τον,
καλωσόρισες! Μα γιατί εν μου το είπες γιε μου, να σου μαειρέψω το αγαπημένο σου
κολοκάσι;»Αγκάλιασέ με σφικτά τζιαι δεν με ξαπόλαν. Που τότε που εχάσαμεν τον
πατέρα, εμείναμεν οι δκυο μας τζιαι είχαμε δεθεί ακόμα πιο πολλά. Ήταν λλίον
υπερβολική, έτσι όπως έδειχνε την αγάπη της αλλά εν με επείραζεν, εδικαιολογούσα
την.
Οι μέρες των γιορτών επεράσαν γλήορα. Είχα πολλά να κάμω,
να βοηθήσω στες δουλειές, να δω συγγενείς τζιαι φίλους που είχαμε που το καλοτζιαίριν
να βρεθούμε. Επήα τζιαι δκυο τρεις φορές στην πόλη για κάτι εκκρεμότητες με τα
περιουσιακά που μάς άφηκεν ο πατέρας. Μα αφιέρωσα τζιαι πολλύν χρόνον στη μάνα μου, επήρα
την στον γιατρό να σιουρευτώ πως ήταν τέλεια καλά, επήρα την να προσκυνήσει την
Παναγία σ’ ένα μοναστήρι με καλογριές έξω που το χωρκό μας, άρεσέν της, ήταν με
τες χαρές της.
Εξημέρωνε
τ’Άη Γιαννιού τζιαι ήταν η τελευταία
νύχτα μου στο πατρικό. Θα εταξίδευκα την επομένη το απόγευμα. Ήταν μια νύχτα
άγρια, με ψοφόκρυο, βροντές που ετρυπούσαν τον ουρανό,αστραπές που εφωτίζαν την
πλάσην ούλλην,πού να με πιάσει ύπνος. Εθώρουν το ταβάνι τζιαι τα μάθκια μου
εγινήκαν όπως τες ππιρίλες.Τζιαι ξαφνικά, όπως που να’ τουν όρομαν, εθάρρυα πως
εθώρουν κάτι παράξενες ανθρώπινες φιγούρες να κατεβαίνουν προς το μέρος μου. Άνοιξα
καλά τα μάθκια μου. Τζιείνα τα αλλόκοτα εξαϋλωμένα πλάσματα εξαφανίστησαν, τωρά
μπροστά που το κρεββάτι μου εστέκετουν ο Γιάννης.
Ο Γιάννης
ολόιδιος, όπως τότε που εβρεθήκαμεν για τελευταία φορά. Ο Γιάννης ήταν ο καλλύττερος
μου φίλος. Που τότε που είμασταν κοπελλούδκια, φτωχόπαιδα τζι΄ οι δκυο μας, εταιρκάσαμεν
στες πελλάρες τζιαι ας μας εχωρίζαν τζιαι πολλά άλλα.
Τζιείνος εν τα’
παιρνε τα γράμματα, είσιε τζι’ από γεννησιμιού του έναν αήπιν στο δεξί του γόνατο που τον έκαμνεν να
κουτσανίσκει λλίον στο παρπάτημα, ήταν τζιαι λλίον παραδκιάνταλος. «Ήρτεν ο
κουτσός, βούρα –βούρα ρε μιτσή» επειράζαν
τον οι άλλοι μιτσιοί τζιαι τζιείνος εγελούσε καλοκάγαθα. Δεν άφηνε θέλημα για
θέλημα, εκουβαλούσεν ξύλα,έπαιρνε τα ψουμνίσματα που τον μπακάλη
στα γερούθκια, επήαινεν στα χωράφκια για ξιχόρτισμα, άμα του το εζητούσαν, τζι’ εσυμπαθούσαν τον ούλλοι στο χωρκόν για
τες καλοσύνες του. Η αδυναμία του όμως ήταν η μεγάλη καμπάνα της εκκλησιάς μας.
Κυριακές, γιορτές, εσπερινούς, μνημόσυνα, βαφτίσια, ο Γιάννης εβούραν πρώτος τζιαι εφάκκαν το ψηλόν
καμπαναρκό. Ήταν δική του δουλειά, ελάλεν, κανέναν άλλον εν άφηνε να κοντέψει. Εβοήθησά
τον, όσον ημπόρουν να ξεσκολίσει, μα ούτε κουβέντα να συνεχίσει στο γυμνάσιο.
Εν εξεκόψαμε με τον Γιάννη, έβλεπά τον πιο αραιά, ελάλεν μου όμως τα νέα του.
Ερωτεύτηκεν την όμορφη Λένη, την κόρη του παπά τζαιεξομολοήθηκέ της τον έρωτάν του μιαν ημέρα
που εβρεθήκασιν τυχαία έξω στα χωράφκια. «Τζιαι εγιώ αγαπώ σε, Γιαννή μου», είπεν του, μα οι χωρκανοί επεριπαίζαν
τους τζιαι ελαλούσαν πως εν εταιρκάζαν οι δκυο τους. «Πόθθεν ως τα πόθθεν ο
Γιαννής με τη Λενού; Κοτζιά μου κοπέλα, ίνταλως εδίκλισε να τον δει;»
Ύστερα που
λλίον τζιαιρόν ένας φίλος που ήρτεν στην Αθήνα έφερε τα κακά μαντάτα, πως εκρεμάστηκεν
ο Γιάννης που το καμπαναρκό τζιαι έκλαψέν τον ούλλον το χωρκόν. «Επήεν να την εζητήσει
που τον παπάν, μα τζιείνος εδκιαολόστειλέν
τον, να μεν αντρέπεται άδρωπος του Θεού. Τζιαι να’ ταν μόνον τούτον; Άρπαξεν
τζιαι την κοπελλούα που τα βρουλλιά, εκουπάνισέ την καλά-καλά τζιαι κλείωσέ την μέσ’ την κάμαρήν
της. Εν ημπόρεν να το χωνέψει. “μα ένας σακάτης, φτανός, να τολμήσει να ζητήσει
τη μοναχοκόρη μου;” Είπασιν ύστερις οι χωρκανοί πως έχασεν τα λογικά της η
κορούα, ανακαλιέτουν μέραν νύχταν κλειωμένη μέσ’ την κάμαρή της, ώσπου επήεν καλογριά στομοναστήρι που ήταν κοντά στο χωρκόν ».
Ο Γιάννης εν
δαμαί δίπλα μου , χλωμός, αδύναμος, σαν να μεν έσιει σάρκα, μα έτσι όπως με
θωρεί, μεινήσκω ξηστικός. «Θέλω μια χάρην που σέναν αδέρφιν. Να πάεις να την
έβρεις τζιαι να της μηνύσεις πως εν την εξίχασα τζιαι εν να την καρτερώ.» Ακούω
τον χασκιασμένος, κάτι πάω να ψελλίσω, μα εν έσιει κανέναν κοντά μου, ο τζιαιρός εμαλάθκιανεν, ο
πελλοαέρας έκατσεν τζι’αρκίνησεν να χαράζει.
Οι καμπάνες εχτυπούσαν
όταν έφτασα στο μοναστήριν τζι’ οι καλογριές ήταν ανάστατες. «Εκαλέσαμεν την
άμπουλαν, επήραμεντην αστυνομία τζιαι
καρτερούμεν. Η καημένη η κοπελούα, εν άντεξεν τον γεράν του Γιάννη της, ήβραμέν
την τα χαράματα με το σεντόνι θηλειά στον λαιμό της. Επήεν να τον ανταμώσει
σήμερα, ανήμερα της γιορτής του». Στο δρόμο της επιστροφήςεθώρουν τη φιγούρα του Γιάννη που τζιει πάνω
ψηλά που εχαμογέλαν.
Γεννιέται στις 11 Ιανουαρίου
του 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι της Μαντζουρίας.
Ο πατέρας του Δημήτρης (Μίκα) έχει ρωσική υπηκοότητα και διατηρεί γραφείο
εισαγωγών/εξαγωγών.
1914: Η οικογένεια έρχεται στην Κεφαλονιά και στον Πειραιά από το 1921.
1928: Πρώτη δημοσίευση ποιήματός του στην εφημερίδα «Σημαία»: «Ο Θάνατος
της Παιδούλας». Γράφεται στην Ιατρική, αλλά τα παρατάει για να εργαστεί σε
ναυτιλιακό γραφείο.
1929: Πεθαίνει ο πατέρας του και μπαρκάρει στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος».
1933: Πρώτη ποιητική συλλογή «Μαραμπού».
Το κυκλοφορεί με δικά του έξοδα σε 245 αντίτυπα.
1939: Αποφασισμένος να μείνει στη θάλασσα παίρνει δίπλωμα
ραδιοτηλεγραφητή Β΄. 1940: Υπηρετεί στο αλβανικό μέτωπο και παίρνει
μέρος στην Αντίσταση.
1945: Μπαρκάρει ξανά.
Παίρνει δίπλωμα ασυρματιστή Α΄.
1947: Κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι». 1954: Κυκλοφορεί
το πεζογράφημα «Βάρδια». 1957: Αυτοκτονεί ο μικρός του αδελφός Αργύρης
(ήταν καπετάνιος).
1961: Επανεκδίδονται το «Μαραμπού» και το «Πούσι» σε έναν τόμο (από τον
«Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου).
1968: Γράφει τη νουβέλα «Λι» (που κυκλοφόρησε πολύ μετά) και το 1969 το
«Πεζογράφημα του Πολέμου» (ιστορία από το αλβανικό μέτωπο).
1972: Γράφει το ποίημα «Guevara».
1973: «Μαραμπού» και «Πούσι» επανακυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κέδρος.
1975: Πεθαίνει στις 10 Φεβρουαρίου από εγκεφαλικό. Δεν πρόλαβε να δει
τυπωμένο το «Τραβέρσο» (Εκδ. Κέδρος), ούτε ποιήματά του μελοποιημένα.
Τηλεοπτική συνέντευξη του Νίκου Καββαδία στο ΡΙΚ το 1965
"Μας ταξιδεύει ως το Τζιμπουτί και της Ίντιας τα φανάρια"
Λίγους μήνες μετά την κηδεία του Νίκου Καββαδία, το 1975,
ο Κόλιας για τους φίλους του ζούσε ξανά και γνώριζε επιτυχία μέσα από το πρώτο
του μελοποιημένο ποίημα «Ιδανικός και ανάξιος εραστής» (βασισμένο στο ποίημα «ΜalduDepart») με τη φωνή του Κώστα Καράλη στην «Τρίτη ανθολογία» του
Γιάννη Σπανού.
Η συνέχεια θα ερχόταν λίγο αργότερα και θα είχε διάρκεια
και δόξα: Τo 1977 η Μαρίζα Κωχ μελοποιεί οκτώ ποιήματα του Καββαδία
(τα πιο γνωστά είναι το «Φάτα Μοργκάνα» και το «Πούσι») και ένα χρόνο μετά
εμφανίζεται ένας κύκλος τραγουδιών που έμελλε να γίνει από τους δημοφιλέστερους
της ελληνικής δισκογραφίας .
«Ο Σταυρός του Νότου» από τον ανατέλλοντα τότε Θάνο
Μικρούτσικο (Λύρα), με τις φωνές των Γιάννη Κούτρα, Αιμιλίας Σαρρή, Βασίλη
Παπακωνσταντίνου, είναι ο δίσκος που θα μεταφέρει τα θαλασσινά ταξίδια του
Καββαδία στις επόμενες γενιές. Και μαζί με τις δυο επόμενες εκδοχές («Γραμμές
των οριζόντων» και «Σταυρός του Νότου live» θα πουλήσει περισσότερα από 1 εκατομμύριο αντίτυπα.
Η διαχρονικότητα του έργου του Καββαδία, κατά τον Θάνο
Μικρούτσικο, «και κυρίως η αγάπη που δείχνουν σήμερα 17χρονα και 18χρονα»,
οφείλεται στην εσωτερική διάσταση της ποίησής, που ουσιαστικά μιλάει για την
περιπέτεια του ονείρου. «Λέει στον νέο άνθρωπο πως αξίζει να ζούμε για να
ξεπεράσουμε τις καταγεγραμμένες μας δυνατότητες. Για να σπάσουμε το τσόφλι. Για
να σπρώξουμε τα όριά μας».
Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πόσο σημερινός
ποιητής είναι (και να δικαιώσει τον Θάνο Μικρούτσικο). Με ένα κλικ στο Ίντερνετ
παρουσιάζονται δεκάδες σάιτ, αφηγήσεις, τηλεοπτικές εκπομπές, τραγούδια,
δημοσιεύματα. Σε σχέση με τη μετρημένη (ποσοτικά) συγγραφική του πορεία, η
εκδοτική του ζωντάνια είναι εντυπωσιακή.
Από το 1987 που ο εκδοτικός οίκος Άγρα συνέδεσε το όνομά
του με το έργο του (πριν ήταν ο Κέδρος), ο Καββαδίας είναι σταθερή αξία στο
δυναμικό του. Κάθε τρεις και λίγο ανατυπώνει όλους τους τίτλους (3.000 αντίτυπα
κάθε φορά) και τις χρονιές που υπάρχει μουσική δραστηριότητα, κυρίως από τα
λάιβ του Θάνου Μικρούτσικου, τότε εξαντλούνται όλα τα αντίτυπα μέσα σε ένα
εξάμηνο. Αν σκεφτεί κανείς ότι η ποίηση είναι το ασθενέστερο (εμπορικά) κομμάτι
του εκδοτικού χώρου, τα νούμερα αυτά είναι από μόνα τους μικρό θαύμα.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Αν και έγινε αμέσως αποδεκτός, σαν
ανατέλλουσα δύναμη στην ποίηση από την πρώτη του ποιητική συλλογή («Μαραμπού»),
η ιδιόμορφη στάση του απέναντι στους κύκλους της διανόησης (δεν συμμετείχε σε
παρέες κ.λπ.), ο τρόπος ζωής του- από τα 20 στα καράβια- αλλά και η ίδια του η
ποίηση δεν συμπορεύονταν με τις διαμορφωμένες τάσεις.
«Ο Καββαδίας για πολλούς διετέλεσε μονάχα "ιδανικός
και (μάλιστα) ανάξιος εραστής/των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων
πόντων" που δεν έχει μεγάλη σχέση με το "βαθύ γαλάζιο που αγαπήσαμε
στον Ελύτη», λέει ο Δημήτρης Καλοκύρης στο βιβλίο του «Χρυσόσκονη στα γένια του
Μαγγελάνου» (Εκδ. Ερμής, 1995).
Για τους ποιητές της γενιάς του ο Καββαδίας υπήρξε «ο
ποιητής της θάλασσας και της αμαρτίας», όπως έλεγε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος.
Και ελάχιστοι ξεχώρισαν ότι το «θαλασσινό φολκλόρ» διατηρείται μόνο στα
εξωτερικά του στοιχεία.
Για τη θάλασσα και τις γυναίκες:
Ο Νίκος Καββαδίας
σε κουβέντα με τον συγγραφέα των βιβλίων «Νίκος Καββαδίας, Γυναίκα Θάλασσα-
Ζωή» και «Ο δαίμονας χόρευε μέσα του» (Εκδ. Καστανιώτης) Μήτσο Κασόλα:
- Τι προβλήματα λύνεις με τη θάλασσα;
- Λύνω τη ζωή μου, τη μοίρα μου, την υγειά μου, τη δουλειά μου, τους φόβους
μου, τις δειλίες μου, τίποτα άλλο. Φοβάμαι τη στεριά, τον έρωτα, αυτόν τον
φοβόμουνα πάντα, ή μάλλον τον κορόιδευα, δεν τον πίστευα.
- Μα και η θάλασσα έχει κινδύνους.
- Δεν τη φοβάμαι αυτήν.
- Τους καρχαρίες;
- Έχω φιλίες, συμπάθειες μ΄ αυτούς...
- Για τον έρωτα;
- Δεν τον πίστευα, δεν τον ήθελα. Δεν μπορούσα μακριά απ΄ τη θάλασσα. Ίσως τον
φοβόμουνα, γιατί όχι. Αν με κρατούσε μια γυναίκα στη στεριά, θα ΄χανα τη
θάλασσα.
- Να επιμείνω; Γιατί τον φοβόσουνα;
- Δεν ξέρω, τον φοβόμουνα σαν δύσκολο. Ακόμα το ψάχνω να βρω το γιατί.
Mε καχυποψία και
μάλλον μετρημένες (εμπορικές) επιδιώξεις αντιμετωπίστηκε και ο Θάνος
Μικρούτσικος όταν δήλωσε ότι έχει μελοποιήσει Καββαδία στον ιδιοκτήτη της
Λύρα, Αλέκο Πατσιφά: «"Άντε, σου κάνω δώρο 2.000 αντίτυπα", μου είπε,
την εποχή που οι δίσκοι έκαναν 30 και 40 χιλιάδες αντίτυπα. Ένας άλλος που
αγαπούσε πολύ τη μουσική μου κι έγραφε σε ένα σοβαρό περιοδικό της εποχής, είχε
γράψει "τον αγαπάμε πολύ τον Θάνο Μικρούτσικο, είναι ο καλύτερος της νέας
γενιάς, αλλά γιατί δεν έβγαλε μαζί με τον δίσκο και ένα λεξικό άγνωστων λέξεων;
Τι κρίμα να καταρρεύσει ένας συνθέτης!"».
Η εξήγηση που
δίνει ο Θάνος Μικρούτσικος στην αντιμετώπιση της δουλειάς του είναι απλή: «Όλο
αυτό απηχούσε ένα κλίμα που αφορούσε τον ποιητή. Όλη η φιλολογική κριτική είχε
παρανοήσει τον καββαδιακό λόγο. Από τότε που εκδόθηκε μέχρι το τέλος του, οι
κριτικές κινούνταν μέσα σε ένα όριο, από το ότι είναι στιχοπλόκος ημερολογίου
μέχρι- το θετικό όριο- ότι είναι ελάσσων ποιητής της ζωής των ναυτικών. Σε
σχέση δηλαδή με τον Ρίτσο, τον Καβάφη, τον Σεφέρη ή ακόμα και με τον
Αναγνωστάκη, τον Σαχτούρη κ.λπ. εθεωρείτο ελάσσονος σημασίας. Αλλά δεν πρόκειται
για νατουραλιστή ποιητή. Διαβάστε οποιοδήποτε ποίημά του, ακόμα και το πιο
απλό, και θα δείτε ότι πρόκειται για έναν εξπρεσιονιστή- κάτι που τολμώ να πω
ότι κατάφερα να εκφράσω με τη μουσική μου».
Στη διαρκή ενασχόλησή του όλα αυτά τα χρόνια με την ποίηση του Καββαδία ο Θάνος
Μικρούτσικος είδε ότι κάθε φορά προκύπτει (και μουσικά) κάτι νέο, κάτι που
φρεσκάρει ακόμα και τις υπάρχουσες εκδοχές και του δίνει έμπνευση: «Είναι η
μοναδική μουσική που έχω κάνει και είναι έργο εν εξελίξει. Δεν είναι μουσική
που απλά ενορχηστρώνεται αλλιώς. Ο αρχικός πυρήνας είναι εκεί με 11
τραγούδια ("Σταυρός του Νότου") και μετά αν θα δείτε την εξέλιξη,
είτε στις "Γραμμές των οριζόντων" είτε στο λάιβ του Μεγάρου, θα δείτε
ότι σε ορισμένα κομμάτια αλλάζει το μελωδικό υλικό, σε άλλα το αρμονικό, στα
περισσότερα το ρυθμικό και σε αρκετά έχουν περάσει αυτοσχεδιασμοί. Όλα αυτά δεν
έγιναν βιάζοντας το αρχικό υλικό. Έβγαιναν σαν φυσιολογική εξέλιξη. Αυτό δεν
μου έχει τύχει ξανά». Για την ιστορία:
Το 1986 είχε
εμφανιστεί ένας ακόμα Καββαδίας (S/S "Ιόνιον" 1934) με υπογραφή από τους
Ξέμπαρκους- Ηλίας Αριώτης και Νότης Χασάπης- και σε ένα τραγούδι στη Δήμητρα
Γαλάνη. Το 1987 ο Πάνος και ο Χάρης Κατσιμίχας στον δίσκο τους «Όταν σου λέω
πορτοκάλι να βγαίνεις» (ΕΜΙ) μελοποιούν το «Η μαϊμού του ινδικού λιμανιού». Το
1989 ακούμε τον Δημήτρη Ζερβουδάκη να τραγουδάει «Μακριά, πολύ μακριά, να
ταξιδεύουμε...» στον δίσκο του «Ακροβάτης» (Μinos). Και όσο ψάχνει κανείς βρίσκει... Στα λάιβ ακόμα περισσότερο: Από τον
Γιάννη Κούτρα που αυτή την εποχή συμπράττει με τα Υπόγεια Ρεύματα και τον Θάνο
Μικρούτσικο στο «Κύτταρο», μέχρι τα μέλη της Νυχτερινής Κυβέρνησης-με κεντρικό
τραγουδιστή τον Κωνσταντίνο Μάτσικα- που έπαιξαν, σε πιο ροκ εκδοχή, Καββαδία
σε μικρές μουσικές σκηνές. Ή το γκρουπ Έμμελον, που αφιερώνει μέρος της
συναυλίας του, τη Δευτέρα στο «Ρυθμός Stage», στον ποιητή του «Σταυρού του Νότου».
Πάνω στο φτερό του καρχαρία
«Ο Καββαδίας μας προτρέπει να κατακτήσουμε το αδύνατο»
λέει ο Θάνος Μικρούτσικος. «Αυτό σημαίνει ο στίχος του "χόρεψε πάνω στο
φτερό του καρχαρία": Δεν είναι ότι ξύπνησε μια μέρα στον Ατλαντικό και
σκέφτηκε τη σκηνή. Είναι ή άποψη του, ότι το ζώο αυτό που είναι το πιο άγριο
και αντέχει από την εποχή των δεινοσαύρων, το ζώο αυτό είναι που αξίζει να
δαμάσεις και δαμάζοντάς το να χορέψεις πάνω στο φτερό του. Μ΄ αυτό λυσσάει κάθε
φορά η νέα γενιά και το ΄χω δει με τα μάτια μου χιλιάδες φορές. Δεν μπορείτε να
φανταστείτε τι έχω ακούσει από παιδιά 16, 17 και 18 ετών. Τριάντα χρόνια τα
ακούω να μου μιλάνε, γιατί έχουν την ανάγκη να συνομιλήσουν μετά τις συναυλίες
μου».
Πηγή:Τα Νέα,20-3-2010
****
Η ποίηση του
Καββαδία δικαιούται να μας ενδιαφέρει και να μας συγκινεί ανεξάρτητα από την
τραγουδιστική της χρήση, ερήμην της. Αυτοτελώς ισχυρή, οφείλει ικανό μέρος της
αξίας της στην αίσθηση του χειροποίητου
με την οποία εφοδιάζει τον αναγνώστη που την εμπιστεύεται και την κοινωνεί και
με το μάτι, κι όχι μόνο με την ακοή. Ό,τι φαίνεται απλό εδώ και ατέχνευτο
(ιδίως όταν επιλέγει την εκτενή αφηγηματική ανάπτυξη που χαρακτηρίζει κυρίως
τις δύο πρώτες συλλογές), έχει μέσα του την περισυλλογή, τη δουλειά, την επεξεργασία,
ό,τι δηλαδή θα μπορούσε να υποδηλώνει ο στίχος του Καββαδία «Έσχισα, φίλε μου, πολλά χαρτιά για να σου
γράψω» — και τούτο ισχύει ακόμη κι όταν το μέτρο ηχεί προβληματικό ή η ομοιοκαταληξία δεν απέχει από το αναμενόμενο· άλλωστε ο ποιητής
φροντίζει να ελευθερώσει την ειρωνεία του για να προβεί στη γνωστική
αυτοκριτική, όπως στο «Μαραμπού»: «Απόψε αναθυμήθηκα κάποια κοινή γυναίκα / κι
ένα τραγούδι εσκάρωσα σε στυλ μπωντλαιρικό / που ως το διαβάζεις, σιωπηλέ,
παράξενε αναγνώστη, / γελάς γι’ αυτόν που το ’γραψε, με γέλιο ειρωνικό».
Παντελής Μπουκάλας, «Η αυταξία
του Ν. Καββαδία. Η ποίησή του συγκινεί ανεξάρτητα από την τραγουδιστική της
χρήση», Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή, 28 Φεβρ. 1999, 17.
Λίγο-πολύ οι
περισσότεροι ποιητές της γενιάς του ’30 έγραψαν κάποτε έργα της θάλασσας: Ημερολόγιο Καταστρώματος ο Σεφέρης, Ατλαντικό
ο Εγγονόπουλος, Στροφές
στροφάλων και Μεγάλο Ανατολικό ο Εμπειρίκος, Εμβατήριο
του Ωκεανού ο Ρίτσος, Μικρό
Ναυτίλο ο Ελύτης κ.ο.κ., ενδεικτικά. Και άφθονα θαλασσινά μοτίβα
από δίπλα (γοργόνες δίκλωνες, δελφινοκόριτσα κτλ.).
Εάν στο πάνθεον της γενιάς του ’30 ο θρόνος του Ποσειδώνα έχει δικαιωματικά κατακυρωθεί
στον Οδυσσέα Ελύτη, που το απαστράπτον Αιγαίο του λ.χ. είναι μια
αλληγορία του Ουτοπίας, και μια μορφή του Πρωτέα αναδύεται κρυσταλλική από τα
ευγενικά νερά του Δ.Ι. Αντωνίου («σε συλλογίζομαι αγρυπνώντας / σ’ αυτό το
τοπίο της μηχανής»), στον Καββαδία ανήκει τουλάχιστον η ακτή του Νηρέα,
μολονότι η θάλασσα της ωριμότητάς του τείνει να χαρτογραφεί σταδιακά την
ουτοπία κάθε Αλληγορίας, λογικής ή πλωτής.
Για πολλούς, ο
Καββαδίας διατέλεσε μονάχα «ιδανικός και [μάλιστα] ανάξιος εραστής / των
μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», διαπλάθοντας μία χρωματουργία
αντανακλάσεων και ιριδισμών, που δεν έχει μεγάλη σχέση με το «βαθύ γαλάζιο που
αγαπήσαμε» στον Ελύτη.
Αλλά το χρώμα του
Καββαδία προέρχεται από μελάνη σινική, είναι το έργο της υδρόγειας σουπιάς και
αποκαλύπτεται κεντημένο «με το βελόνι» στο στήθος («κει που η τύψη μ’ άγγιζε κι
έτρεχα σαν τρελός»), είναι δε προϊόν μόχθου και εργασίας· το χρώμα στον Ελύτη είναι ανταύγεια ρέμβης. Ο μεν καταφεύγει στη
Γυναίκα-Θάλασσα που χορεύει μοιραία «πάνω στο φτερό του καρχαρία», ο δε
διασχίζει μια πολυώνυμη θάλασσα γυναικών, με «γεύση τρικυμίας στα χείλη» και
ανάλογη υδροχαρή διάπλαση.
[…]
[…] Τα ασύρματα
ποιήματά του έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή γιατί αξιοποιούσαν τη φαντασμαγορία του ρομαντισμού, συνδέοντάς τη με τον ηλεκτρισμό της νεωτερικής ποίησης. […]
Δημήτρης Καλοκύρης, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου.
Εισαγωγή στον Νίκο Καββαδία, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2004 (2η έκδ.), 9-11.